Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

43. ΠΑΤΡΙΔΑ, ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ.... του Τίτου Χριστοδούλου

του Τίτου Χριστοδούλου


«Είμαι από το Ανεμούρι!» Υπόκωφα βροντερή βγαίνει η φωνή απ’ το βουλιαγμένο του γέροντα πλεμόνι. Στο τέλος μου, η αρχή μου. Μόλις είχαν φέρει τον γέροντα, ενενήντα δύο χρόνων λυγισμένο πλάτανο, στο κρεβάτι απέναντί μου. Πληγωμένου ζώου μουγκρητό η φωνή του κατάκοιτου γέροντα. Το βλέμμα αστραπή, ψάχνει και στυλώνεται στο δικό μου,επίμονα, ερωτηματικά, ψάχνοντας να αρπαχτεί από ο,τι κοντά του ζωντανό, τις τελευταίες του να εναποθέσει αλήθειες.


«Είμαι από το Ανεμούρι, πρόσφυγας», συστήνει το είναι του, με στόχο τώρα πια, επίμονο, τα μάτια μου. «Πήγα στην Ελλάδα, το ’22, δεν χώραγε άλλους, ήμουν Κύπριος, μ’ έστειλαν στην Κύπρο...» Δεν ειν’ φωνή ανθρώπου αυτή, δεν ειν’ αχός ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνει, μέσα στα βάθη της νυκτός, σαν η φωνή... πατρίδας που αρνείται να πεθάνει! (με τις συγγνώμες του Καρυωτάκη).
Το Ανεμούριο, ακρωτήρι απέναντι από την Κύπρο, στο σαντζάκιο των Αδάνων. Πολλοί Κύπριοι ήρθαν πρόσφυγες από ’κεί, ιστορία έγραψε ο Καζινιέρης, δήμαρχος της Κερύνειας. Διπλές προσφυγιές, της προσφυγιάς πατρίδα...
«Καλώς ήρθες, γέροντα», του απαντώ. «Πατρίδα κι εγώ, Καλλίπολη ‒ Ζεϊμπέκης ο παππούς, Σπάρτη, Πισιδία, η γιαγιά ‒ πέρασε Ρόδο αυτή». 

Έμεινε καρφωμένο πάνω μου, με άγρια ένταση, το μάτι του γερόντου, άγκυρα αφήνοντας στη ζωή που ‒το ξέρει, λες‒ αφήνει. Το αγκωνάρι, σαν να ζητεί να απιθώσει, της μνήμης της πατρίδας, μαζί του να μη σβήσει.
«Δούλεψα εβδομήντα χρόνια». Σ’ έναν αριθμό στρογγυλεύοντας τη σούμα μιας ζωής, στο τέλος της λογίζοντας το ίσο της. «Από το Ανεμούρι, έρχομαι από το Ανεμούρι». 

Δυο χρόνων θα ’τανε ο γέρος, όταν ανάστροφα θα μετρούσε, στη φυγή, το βήμα απ’την πατρίδα. Και θ’ άκουγε τη μάνα (γιατί ο πατέρας θα ’ταν στα περιβόητα Τάγματα Εργασίας, που Τάγματα Θανάτου λογίζονταν) να δηλώνει την ταυτότητα, το φευγιό της προσφυγιάς. «Είμαι από τ’ Ανεμούρι».

Γέμισε, σε λίγο, ο θάλαμος απ’ τα δεντρά, που ’χε στον κόσμο αναγιωμένα, γιους, κόρες, εγγόνια... Το δασκαλίκι, εγώ, έπιασα να φιλοσοφώ το νόημα του ωραίου και τη συμμετρία του λόγου, με την αισθητικό εγγονή... Ώσπου ήρθε, χαράτων ματιών, το δικό μου, καραβιώτικο, αγκωνάρι της προσφυγιάς. Κι έφυγεν η ώρα.
Νύχτωσε βαθιά στην οικουμένη, σαν χαρταετός πετά η ψυχή, τραγουδά τα μάτια βουρκωμένα, η προσφυγοπούλα των πόνων της φυλής και του ανθρώπου. Κι η ζοφερή Νύχτα ζητεί τους γερόντους της. Τσακίζει ο γέρων, αγωνία η ανάσα, τον πνίγουν τα πλεμόνια. Τρέχουν οι νοσοκόμοι να σώσουν τη ζωή, οξυγόνα, ενέσεις,μετρήσεις. Όξω αχάει, ακούω, ο άνεμος, δυσοίωνα προμηνύοντας τον αγώνα της ζωής: «Απού σ’ άνεμο βροχή, απού πρήσμα θάνατος». Δακρυσμένες έρχονται οι κόρες, τον κατεβάζουν στην εντατική.

Γέροντα από τ’Ανεμούρι, ήσυχα μην πας σ’ εκείνη τη Μεγάλη Νύχτα. Oh, do not go gently, into that big night... Πολέμησε, στα Μαρμαρένια Αλώνια σου. Κι αν η χόρταση πια απ’ τη ζωή, ώριμο πια έφερε καιρό για θάνατο, satietas vitae tempus maturus mortis affert, κοιμήσου ήσυχα. Θα το σηκώσουμε εμείς της πατρίδας τ’ αγκωνάρι, δεν θα σβήσει αυτή...
Καλή σου νύχτα, γέροντα. Πατρίδα, καληνύχτα...


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Ένα ιστολόγιο προβληματισμού και διαλόγου...!!!

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...