Αρχή της εξήγησης είναι ο ορισμός, μας έμαθαν ο Σωκράτης κι ο Αριστοτέλης. Τί είναι η πολιτική, λοιπόν; Πολιτική είναι η τέχνη της συμβίωσης, παρά τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων.
Βεβαίως, οι ορισμοί της πολιτικής είναι πολλοί, και διαφέρουν κι αυτοί μεταξύ τους. Είναι πάνω στην διαφορά που κτίζουν την συμβολή τους οι θεωρητικοί της πολιτικής.
Συχνά η διαφορά αυτή παίρνει τον χαρακτήρα της υπογράμμισης αυτής ή της άλλης έννοιας ως της κεντρικής έννοιας που οργανώνει την πολιτική θεωρία γύρω της. Θεωρίες που επιδιώκουν να κερδίσουν σε επιστημική βεβαιότητα και 'αλήθεια' παραγράφοντας ή αγνοώντας πόσο συνηρτημένες και σχετικές με την ιστορία και την εξέλιξή της ή συγκεκριμένους πολιτισμικούς και κοινωνικούς περίγυρους είναι. Πόσο απλοποιητικές και σχηματικές γίνονται, ειδικά στην προσπάθεια να επιβληθούν σαν 'έξω-ιστορικές', άχρονες αλήθειες.
Κατά παραχώρηση των πιο πάνω, μπορούμε πάντως, απλοποιητικά και σχηματικά, έστω, να διακρίνουμε τις πολιτικές θεωρίες σε δύο στρατόπεδα: αυτές που υπογραμμίζουν σαν κεντρική έννοια της πολιτικής την 'δικαιοσύνη', κι αυτές που στέκουν περισσότερο στις σχέσεις 'δύναμης' ανάμεσα στους 'δράστες' της πολιτικής. Σχηματική όσο κι ανακούγεται η διάκριση αυτή, ανάμεσα σε 'δικαιοσύνη-δύναμη', μπορεί να οργανώσει γύρω της κι άλλες παρεμφερείς πολιτικές έννοιες, όπως 'συναίνεση' ενάντια στην επιβολή', 'κοινότητα' ενάντια στην 'σύγκρουση', ή 'κανονιστικές ενότητες' ενάντια στις 'εμπειρικές διαφορές'.
Είναι ήδη σαφές ότι στον πιο πάνω ορισμό της πολιτικής, ως 'τέχνης της συμβίωσης παρά τις διαφορές', το πρώτο μέρος αντιστοιχεί χονδρικά στην 'δικαιοσύνη': την συναίνεση, την κοινότητα, τις κοινές αξίες και κανόνες. Το δεύτερο, αντίστοιχα, το 'παρά τις διαφορές', αναφέρεται σε θέματα δύναμης κι εξουσίας, επιβολής και σύγκρουσης, τις εμπειρικές διαφορές.
Ο ορισμός, προφανώς, αναγνωρίζει 'και τις δύο' πλευρές της πολιτικής: και την 'δικαιοσύνη' και την 'δύναμη', αν και η δυνατότητα της πολιτικής βαραίνει πρός την πλευρά της επικράτησης της δικαιοσύνης, της προεξάρχουσας ενότητας ή ομογνωμίας της κοινότητας. Πρόκειται, εδώ, για την ίδια την δυνατότητα της πολιτικής κοινωνίας, μια εντυπωσιακή πολιτισμική κατάκτηση στηριγμένη στις κοινές, ενοποιητικές αξίες της 'αιδούς' και της 'δίκης', σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο του Πρωταγόρα. Ταυτόχρονα, βέβαια, δεν πρέπει να παραγνωρίζονται και οι 'διαφορές' που οι άνθρωποι αποδίδουν στους εαυτούς τους. Ωστόσο, όσοι οι πολιτικοί φιλόσοφοι και θεωρητικοί εστιάζονται περισσότερο στις 'διαφορές' και στην 'σύγκρουση' ή την 'δύναμη' τείνουν να παραγνωρίσουν την έκταση στην οποία οι 'συγκρουσιακές σχέσεις' είναι σχέσεις, προϋποθέτουν μία υποκείμενη προσπάθεια συμβίωσης και συνύπαρξης. Μία προσπάθεια, εξάλλου, που προϋποθέτει μία σιωπηρή συμφωνία των ανθρώπων, μία 'βαθύτερη' ενοούμενη θεμελίωση και παραδοχή των όρων, της συμφωνίας, να ζήσουν μαζί.
Κι αυτή η θέση θα μπορούσε να προέρχεται, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται τούτο, κι από ένα βαθιά ριζωμένο σκεπτικισμό για τις ανθρώπινες σχέσεις. Θα μπορούσε κανείς να αμφιβάλλει ότι υπάρχει ένας φυσικός λόγος γιατί οι άνθρωποι να ζουν μαζί, ή σαν άτομα να ανέχονται τις συνθήκες της συμβίωσης. Η πολιτική συνύπαρξη είναι αντίθετα συμβατική κι ιστορικά αυθαίρετη συνθήκη, δηλαδή με ένα ισχυρό στοιχείο επιλογής, συμφωνίας και συμμόρφωσης.
Προέχει, συχνά, στην μελέτη της πολιτικής ο εστιασμός στην 'δύναμη', ως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της πολιτικής. Η σύγκρουση δίνει το δράμα της πολιτικής, το πάθος, την αιχμή. Η διαφορά δίνει την γεύση, είναι ό,τι παίζει, διακυβεύεται στο παιγνίδι. Από τον ίδιο αυτό σκεπτικισμό μπορεί να προέλθει η παρατήρηση στους κοινοτιστές ότι παραγνωρίζουν τις αδήριτες διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους. Από την άλλη, όμως, πρέπει να μην υποτιμάται, από τους θεωρητικούς των συγκρούσεων, κι ο συμβατικός χαρακτήρας της πολιτικής, το υποδόριο γεγονός ότι η σύγκρουση προϋποθέτει μία υποκείμενη συναίνεση, όπως η διαφορά, στον Αριστοτέλη, στο Ι των Μετά τα Φυσικά προϋποθέτει κάποια ταυτότητα. Ο πόλεμος δεν είναι καθ' εαυτός πολιτική, ή 'πολιτική με άλλα μέσα', κατά την γνωστή ρήση. Αν η πολιτική σύγκρουση κλιμακωθεί εκτός ορίων σε ολοκληρωτικό πόλεμο, η πολιτική έχει ξεπεραστεί, ή εγκαταλειφθεί. Η σχέση των εμπολέμων δεν είναι πια πολιτική, δεν προσβλέπουν οι εμπόλεμοι σε τρόπους να ζήσουν μαζί. Οι όροι και τα όρια της πολιτικής συναλλαγής έχουν καταλυτικά παραβιασθεί. Οι εμπόλεμοι, θα το έλεγε ο Αριστοτέλης, δεν είναι 'διάφοροι' αλλά 'έτεροι', τους χωρίζει μία αγεφύρωτη ετερότητα, 'radical altetity'.
Η πολιτική, λοιπόν, επιχειρεί να επιδικάσει τις διαφορές ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να ζήσουν μαζί κατά ένα τρόπο που, τουλάχιστον, αποφεύγει τον πόλεμο. Έτσι, η πολιτική αναφέρεται κατά ένα βαθμό στην 'τάξη'. Η τάξη συνεπάγεται σταθερότητα και συνέχεια, μία εμμένουσα κι ανεκτή, αν όχι συμμεριζόμενη κατάσταση. Αλλά, δεν θα πρέπει η τάξη να υποβιβασθεί σε μία καθημερινή πεζή ενασχόληση της πολιτικής, όπως θα το έβλεπαν κάποιοι θεωρητικοί. Κι αυτό γιατί η ανάγκη για 'τάξη' πηγάζει από μία βαθύτερη κι αναγκαία σχέση της πολιτικής, την μέριμνα που επιβάλλει η συνειδητοποίηση του συμβατικού, της αλλαγής, της αστάθειας και παροδικότητας. Κι είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η τάξη δεν είναι αυτοσκοπός: χρειάζεται λόγους και θεμελίωση.
Έτσι, μπορούμε να πούμε, η πολιτική συμβίωση χρειάζεται και προϋποθέτει λογικά την ιδέα του διαχωρισμού. Η πολιτική μπορεί να αποσκοπεί στην κοινή πραγματικότητα, την συμμετοχή και την κοινότητα, την σταθερότητα, την τάξη, την συνέχεια και την μονιμότητα. Οι σκοποί, όμως, αυτοί, στην πραγματικότητα η ίδια η πολιτική λειτουργεί, εξ ανάγκης, εις πείσμα της ανθρώπινης παροδικότητας, του χωρισμού και της απομόνωσης, της θνητότητας, της αλλαγής, της αλλαγής, της έλλειψης ριζών, της απουσίας νοήματος. Με καίριο τρόπο η πολιτική αναγνωρίζει μία σκοτεινή πλευρά στον άνθρωπο, κι επιχειρεί να την αποδεχθεί κι αντέξει. Η πολιτική, όπως καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο Έλληνα το είδε ο Αισχύλος, γεννάται από την τραγωδία, αυτή την επώδυνη αίσθηση βαθιάς απώλειας και περιορισμού που τόσο συχνά, κι ίσως αναπόφευκτα βαραίνει την ανθρώπινη κατάσταση και τις ανθρώπινες.
Η πολιτική γεννιέται από την τραγωδία, σαν απάντηση στην τραγωδία, σαν προσπάθεια να υπερβαθεί η τραγωδία.. Η πολιτική κοινότητα πρέπει να ιδωθεί σαν ένας εύθραυστος θρίαμβος πάνω στην ριζική απομόνωση της ανθρώπινης ύπαρξης, η πολιτική τάξη σαν μία σπάνια επιτυχία ενάντια στο χάος και την ρευστότητα της ζωής. Η κοινότητα και η τάξη, οπωσδήποτε, είναι κυρίαρχοι σκοποί της πολιτικής. Αλλά, στο μέτρο που η πολιτική γεννάται από την συνειδητοποίηση της τραγωδίας, σαν απάντηση στην τραγωδία, η πολιτική συνιστά μία προσπάθεια πού δεν μπορεί να βρει την τελική εκπλήρωση, να επιτύχει τους υψηλότερους στόχους της. Γιατί η πολιτική δεν μπορεί πλήρως να αψηφήσει την τραγωδία της ανθρώπινης κατάστασης, η πολιτική κοινότητα δεν μπορεί ολότελα να θεραπεύσει την απομόνωση των ανθρώπων. Κι όποια επίφαση τάξης επιβάλλει η πολιτική, είναι μόνον παροδική κι επίπλαστη. Η πολιτική, τότε, είναι μία δραστηριότητα σε ασυμφωνία με τον εαυτό της, πάντα αμφίσημη, ποτέ πλήρως ικανοποιημένη, εκπληρωμένη.
Η προβληματική, λοιπόν, της ριζικής αμφισημίας της πολιτικής, που αγνοείται τόσο συχνά από τις πολιτικές θεωρίες, αφορά το γεγονός ότι η πολιτική εκπηγάζει από, κι έτσι προϋποθέτει, την συνειδητοποίηση της τραγωδίας. Οι περισσότερες θεωρητικές διατυπώσεις της πολιτικής είναι μονοσήμαντες και ρηχά κυριολεκτικές: περιστρέφονται γύρω από την προκείμενη ότι η πολιτική μπορεί να επιτύχει τους σκοπούς της. Οι ριζοσπάστες κοινοτιστές πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξει μία χαρούμενη ανθρώπινη κοινότητα, φτάνει να διορθώσουμε τις στάσεις μας, τις λέξεις μας και τις πρακτικές μας. Οι φιλελεύθεροι αντικοινοτιστές μας λένε, αντίθετα, ότι πρέπει να μετριάσουμε τις φιλοδοξίες μας, να δεχτούμε συμβιβασμένες καταστάσεις, να 'αποκεντρώσουμε' τους πολιτικούς μας σχεδιασμούς.
Συμβουλές που, ωστόσο, στηρίζονται στην προκειμένη ότι τα συμφέροντα και οι ελευθερίες μας βρίσκονται αλλού, δηλαδή, κάπου έξω από την πολιτική σφαίρα, όπου μπορεί πάλι να επιτευχθεί η ανθρώπινη ευτυχία, αν και σε μειωμένο βαθμό. Και πάλιν, πρόκειται για διατυπώσεις πού αγνοούν την τραγωδία. Γιατί, αλήθεια, ποιά μπορεί να είναι τα 'συμφέροντα' του ανθρώπου, μπροστά στο αδήριτο γεγονός του θανάτου;
Το συμπέρασμα: Μία πολιτική που αναγνωρίζει κι αποδέχεται την τραγική άποψη δεν μπορεί να είναι καθαρά λογοκρατική, γιατί η τραγωδία παραβιάζει, ακόμη κι αψηφεί τις κοινοτιστικές τάσεις της πολιτικής, κι ο λόγος δεν μπορεί να διορθώσει αυτή την ασυμφωνία κι απόκλιση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Ένα ιστολόγιο προβληματισμού και διαλόγου...!!!