Οξυδερκές όσο κι αν είναι, ένα κείμενο που επιχειρεί να ελέγξει «ιδεολογικές» αναγνώσεις της πιστωτικής κρίσης μέσα από την αντίπαλη ιδεολογία, κινδυνεύει να αυτοπαγιδευτεί σε ένα οξύμωρον. Αναφερόμαστε στην ολοσέλιδη «πολεμική» ανάλυση του Πρόδρομου Προδρόμου, που δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Σημερινή.
Ο πολιτικός αρθρογράφος του «ελέγχει» τις αριστερές «ιδεολογικές» ερμηνείες της πιστωτικής κρίσης που, προφανώς, αν έχουν στο ελάχιστο βάθος μελετήσει τον Μαρξ, δεν θα δυσκολευθούν να την αποδώσουν στις εγγενείς, δομικές κρίσεις του καπιταλισμού, όπως είναι η κρίση της υπερσυσσώρευσης (overaccumulation ) και της «αξιοποίησης» (valorisation) του κεφαλαίου.
Αλλά, «κολλημένο» σε ιδεολογικές αγκυλώσεις ενός άκρατου φιλελευθερισμού καθώς φαίνεται να είναι, στην επίθεσή του κατά των ιδεολογικά αντιθέτων μαρξιστικών ερμηνειών της κρίσης, το εν προκειμένω άρθρο ελέγχεται ως εκτός οικονομικής πραγματικότητας. Αγνοείται εκπληκτικά σε αυτό όλο το μεγάλο φάσμα των αναλύσεων που έχουν με επιστημονική αρτιότητα όσο και ηθική ακεραιότητα διεκπεραιωθεί από έγκριτους αναλυτές και οικονομικούς δημοσιογράφους στην Αγγλόφωνη βιβλιογραφία, Αμερικανική και Βρετανική.
Ο γράφων έχει εντρυφήσει στην τεράστια βιβλιογραφία σχετικά με την πιστωτική κρίση. Κι ευθέως θέτει ότι επιχειρήματα του τύπου «για την κρίση φταίει η κοινωνική στεγαστική πολιτική του Κλίντον που ήθελε να δώσει σπίτια στους φτωχούς» ελέγχονται ως ιδεολογικά επινοήματα που διεκδικούν το ΙG Nobel (το Νόμπελ των παραδοξοτήτων), εφάμιλλα καθώς είναι σε πρωτοτυπία με τις καταθέσεις των 7 διευθυντών των μεγάλων αμερικανικών καπνοβιομηχανιών στο Κογκρέσο ότι… «η νικοτίνη δεν είναι εθιστική» (!). Και που πήραν και αυτές το δικό τους ΙG Nobel.
Σεμνύνονται να προβάλουν θέσεις όπως αυτές στο άρθρο του κ. Προδρόμου ακόμα και τα προπύργια του σύχρονου καπιταλιστικού συστήματος, οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, η Γουώλ Στρητ Τζέρναλ ή το Μπάρονς. Οι μεγάλοι οικονομικοί αναλυτές των, όπως ο Martin Wolff και η υποδιευθύντρια της εφημερίδας, Δρ της Εθνολογίας, Gillian Tett δεν έχουν κατορθώσει να δούν την ευθύνη της… κοινωνικής πολιτικής του Κλίντον! Ο πρώτος διαγιγνώσκει την πρώτη αιτία (prima causa) στις παγκόσμιες ανισορροπίες (global inbalances) που εκφράζονται με την πλημμυρίδα προς τις ΗΠΑ συσσωρευμένων κεφαλαίων από τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα στην Κίνα. Οδεύοντας στις αμερικανικές τράπεζες και ομόλογα, με χαμηλά έως μηδενικά επιτόκια, οι ροές αυτές κεφαλαίων δημιούργησαν τις συνθήκες για τις φούσκες σταθερών αξιών, «asset bubbles». Ήταν τα χαμηλά αυτά επιτόκια εν μέσω του κυκεώνα φθηνού χρήματος που δημιούργησαν την δίψα για υψηλότερες αποδόσεις, «higher yield», στα πλαίσια της οποίας αναζητήθηκε η εξασφάλιση τιμωρητικά υψηλότερων επιτοκίων από χαμηλότερης πιστοληψίας αγοραστές ακινήτων, με τα «sub-prime loans».
Ποσώς δεν είναι η όποια (αμφίβολη) κοινωνική στεγαστική πολιτική του Κλίντον που εκκαλείται στην διεθνή βιβλιογραφία ωςαιτλια για την δημιουργία της φούσκας των τιμών των ακινήτων. Το αντίθετο. Είναι πολιτικές όπως η απελευθέρωση κι αποκοινωνικοποίηση της στεγαστικής αγοράς, όπως από την πρωθιέρεια του φιλελευθερισμού Μάργκαρετ Θάτσερ, η πώληση σε ιδιώτες των κοινωνικών κατοικιών, η απο-αμοιβαιοποίηση των στεγαστικών πιστωτικών ιδρυμάτων κι η απελευθέρωση γενικά της αγοράς των ενυποθήκων δανείων που ενθάρρυνε μια καινοφανή μανία, σε ΗΠΑ και Βρετανία, αρχικά, με την αγορά κατοικιών, ό,τι ορίζεται ως κυρία αιτία για την δημουργία της φούσκας των ακινήτων. Δεν ήταν χαριστικά τα επιτόκια με τα οποία προσφέροντο, με τόσο επικίνδυνα χαλαρά κριτήρια, τα ενυπόθηκα δάνεια στους χαμηλής πιστοληψίας αγοραστές.
Παγίδες αποτελούσαν τα δάνεια αυτά τόσο για τους αγοραστές, αφού στην εξέλιξη φούσκωναν εκρηκτικά (balloon rates). Όταν όμως, η σύναψη των δανείων είχεν ήδη δώσει στις τράπεζες την ευκαιρία να τα πωλήσουν παρακάτω, πακεταρισμένα ως δομημένα ομόλογα τα δάνεια, με χοντρό κέρδος, και με το ρίσκο «μετακυλισμένο», δρομολογημένο σε αχάμπαρους για την κακή ποιότητα των τοξικών δανείων επενδυτές. Η κοινωνική πολιτική πού είναι σε όλη αυτή την απάτη; Μέχρι τότε οι πιστωτές και οι τραπεζιτικοί μπρόκερς επληρώνοντο για να αναλάβουν ρίσκο, όχι για να το μετακυλίσουν παρακάτω ανεύθυνα, όπως πετούν την χειροβομβίδα στα καρτούν.
Ελέγχεται ο Μπιλ Κλίντον για την νομοθετική κατασκευή των συνθηκών για την δημιουργία της πιστωτικής φούσκας. Όχι τόσον για το «μπλοκάρισμα της αναμόρφωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων των Fannie Mae και Freddie Mac». Η καίρια παρέμβασή του είναι η κατάργηση, το 2000, του νόμου Glass Steagall Act που διεχώριζε στεγανά τις εμπορικές από τις πιο ρισκέ επενδυτικές τράπεζες, μια πολύ σοβαρή ασφαλιστική δικλείδα που είχε θεσμοθετηθεί από της τελευταίας τραπεζικής κρίσης το 1930. Σημειωθήτω, πάντως, ότι η κατάργηση του νόμου αυτού, καταλυτικής σημασίας για τις δραστηριότητες της ομολογοποίησης (securitisation) των (εν πολλοίς επισφαλών) δανείων και της πονηράς μετακύλισης του ρίσκου των τοξικών δανείων σε άγνωστους κι αχάμπαρους για την τοξικότητά τους επενδυτές, είχε δρομολογηθεί από τους Ρεπουμπλικανούς με την χαρούμενη συναίνεση των τραπεζών.
Όχι λιγότερο χαρούμενα, ο Κλίντον και οι Δημοκρατικοί άνοιξαν αυτές τις σαμπάνιες στο πιστωτικό πάρτυ. Γνώριζαν, μ’ ανέγνωρους μας πήραν. Κι όχι δεν ήταν κοινωνική πολιτική η νομοθετική και ελεγκτική επιβοήθηση αυτής της πιστωτικής ασυδοσίας που έφερε την πιστωτική κρίση. Όπως, ποσώς, δεν είναι κοινωνική πολιτική η «κοινωνικοποίηση» των ζημιών των μεγάλων πιστωτικών ιδρυμάτων με χρήση χρημάτων των φορολογουμένων για την σωτηρία ή το ξελάσπωμά τους
Σοσιαλισμός; Ίσως, αλλά από την ανάποδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Ένα ιστολόγιο προβληματισμού και διαλόγου...!!!