Γράφει ο Φαήλος Μ. Κρανιδιώτης:
Όσοι θεωρούν εαυτούς αριστερούς, «προοδευτικούς» κ.λπ. συμπεριφέρονται ως κατέχοντες μια ανύπαρκτη αγιότητα. Ακόμη κι αν έχουν χριστεί με το ίδιο «άγιο» μύρο με τους Ακηδες ή κάτι καραεπαναστάτες που δεν αφήσανε φούντα νταβατζή και ξένης πρεσβείας που να μην κρέμασαν στο μυγοχεσμένο σπαθάκι τους. Οταν τους ξεβρακώνεις πολιτικά, συμπεριφέρονται σαν υστερικές γεροντοκόρες ή μάλλον σαν «κρυφές» που βγήκαν λεζάντα στα μανταλάκια.
Απαιτούν να τους αντιμετωπίζουμε περίπου ως μητροπολίτες αυτής της παγκόσμιας ψευδοθρησκείας στην οποίαν ανήκουν. Διότι ψευδοθρησκεία είναι. Μια παγκόσμια σέχτα, ένα ιδιότυπο είδος «ιεχωβάδων», που όμως πιστεύουν και στη βία. Χωρίς Θεό, με προφήτες τον Μαρξ, τον Ενγκελς, τον Λένιν, τον Στάλιν, τον Τρότσκι, ανάλογα με την αίρεση στην οποίαν ανήκουν, με ιερατείο, ήγουν τα στελέχια, μαϊμού παράδεισο, αλάθητο σαν του Πάπα και δόγμα, το οποίο όμως έχει κάνει κουρέλι η πραγματικότητα.
Το έχουμε ξαναπεί, αδέρφια. Η πραγματική πολιτική επιστήμη είναι η Ιστορία. Είναι το μεγάλο ταμπλό στο γήπεδο της ζωής των εθνών, αλλά εμένα κυρίως με ενδιαφέρει κυρίως αυτό όπου καταγράφονται τα αποτελέσματα του δικού μου έθνους.
Εχω έναν απλό τρόπο να γραδάρω τους ανθρώπους. Τέσσερις απλές ερωτήσεις: «Πώς σε λένε, από πού είσαι, πού υπηρέτησες, τι δουλειά κάνεις;» Οταν θέλω πιο βαθιά αξιολόγηση, τους τσεκάρω σε αυτό που μου προκάλεσε την πρώτη μου πολιτική σκέψη το ξημέρωμα εκείνου του άγριου Ιουλίου το 1974: στο θέμα της Μικρής Ελλάδας του Νότου. Εκεί που αναπαύονται στη Μακεδονίτισσα, πλάι πλάι, εικοσάχρονοι Ελλαδίτες και Κύπριοι Ελληνες, μαζί με τους αξιωματικούς τους.
Αυτό το ιερατείο των υποκριτών, φουλαράτοι ψευτοκουλτουριάδες ή στελέχη και πολιτικάντηδες, απαντάει με άνεση μόνο στις πρώτες δύο ερωτήσεις. Στο «πού υπηρέτησες» και στο «τι δουλειά κάνεις», δηλαδή στο πόσα ένσημα έχουν σε καμιά κανονική δουλειά και δη στην ελεύθερη αγορά, παθαίνουν συνήθως κοκομπλόκο, βήχουν, ρουθουνίζουν ή σου απαντούν με τη…σαφήνεια του Βέλτσου. Στο δε τεστ της Μικρής Ελλάδας του Νότου, στη στάση τους απέναντι στη γη του Παλληκαρίδη και των συντρόφων του, αρχίζουν τον ηδυπαθή χορό των επτά πέπλων, που τόσο συγκίνησε τον Ηρώδη και ικανοποιεί τον τουρκικό ισλαμοφασισμό και συγκεκριμένες πρεσβείες. Τόσες δικαιολογίες για τον Αττίλα που σκαρφίζονται δεν τις σοφίστηκε ο Ετσεβίτ σε όλη του τη ζωή. Στο Σχέδιο Ανάν ήταν όλοι στοιχημένοι και ζυγισμένοι σαν καλοί τουρκοτσολιάδες. Με το αζημίωτο πολλοί από αυτούς. Ξέρουν οι Αμερικάνοι, που τα ακούμπησαν ματαίως για την προώθηση της μπίζνας κι ακόμη κλαίνε τα δολαριάκια τους. Επειδή όμως είναι νοικοκύρηδες οι γιάνκηδες, όπως κι οι κοκκινόκωλοι της Αυτής Μεγαλειότητος, μια μέρα με μαθηματική βεβαιότητα θα ανοίξουν τα αρχεία και θα κλάψουν μανούλες, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, σκυφτοί «διανοούμενοι», στην Ελλάδα και την Κύπρο. Αυτοί που, μετά το χαστούκι από τον Τάσσο και τη βούληση του Κυπριακού Ελληνισμού στο δημοψήφισμα, λούφαξαν κάνα χρόνο κι ύστερα βγήκαν σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή.
Αυτά τα μειοψηφικά δέκατα του πυρετού διατηρούν το δικαίωμα να καθυβρίζουν τους πάντες, να συκοφαντούν και με ύφος 1.000 καρδιναλίων να ζητούν και τα ρέστα. Το δε σπιθαμιαίο εύρος των επιχειρημάτων τους ξεκινάει από τους «ταγματασφαλίτες» και φτάνει ως το all time classic «φασίστες». Οταν κάτι γεροφρικιά παρτάλια μού το απευθύνουν σαν στριμώχνονται ή τους κατεβάζω τη μάσκα, σκέφτομαι πως είμαι γεννημένος το 1965. Φαντάζομαι ότι, αν ήμουν μεγαλύτερος, θα μου ζητούσαν τον λόγο για τα Δερβενάκια, τη μάχη της Λιψίας και την πολιορκία της Βιέννης από τους Οθωμανούς.
Είναι σαφές. Δεν αντέχουν την κατεδάφιση της ανύπαρκτης «αγιότητάς» τους, το ξεβράκωμα του αβυσσαλέου ολοκληρωτισμού τους. Γιατί είναι αληθινοί φασίστες με τη δορά του «προοδευτικού», του «κουλτουριάρη», με ξύλινη γλώσσα, αγέλαστοι ή μάλλον εχθροί της χαράς. Διακρίνονται από την πνευματική δυσκοιλιότητα και τη δυσανεξία απέναντι στο έθνος, στις αξίες του, στην Ιστορία, στα σύμβολα και στους ήρωές του, στα ίδια τα συμφέροντά του.
Ζουν σε έναν φαντασιακό κόσμο απόλυτου «καλού» κι απόλυτου «κακού». Η λαθρομετανάστευση είναι ανύπαρκτο πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ο «ρατσισμός». Οι εργάτες υπάρχουν. Η πατρίδα τους όχι.
Η βία των «συντρόφων» τους, αυτών με τους οποίους ζουν μεσοτοιχία και ακκίζονται, είναι «καλή». Του δημοκρατικού κράτους, όταν εφαρμόζει τους νόμους και το Σύνταγμα, «κακή». Μια ηθική λάστιχο, βρόμικη κι αλά καρτ.
Γοητεύονται από τη βία των άλλων, όταν συνήθως φοβούνται να την ασκήσουν οι ίδιοι. Κάνουν ψιλοεπανάσταση διά πληρεξουσίου.
Η απάντηση σε αυτήν την κοινωνική αρρώστια δεν είναι απλώς η κατεδάφιση της πολιτικής ορθότητας, της γάγγραινας του δημόσιου λόγου. Είναι η δυναμική επαναφορά των εθνικών ιδεών, της κοινής λογικής και ενός δημόσιου λόγου με γνώμονα το εθνικό συμφέρον, την κοινωνική ειρήνη και ενότητα. Χωρίς ανοχή σε τυχοδιώκτες, υποκριτές υβριστές και εφαψίες ή συνεργούς της βίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Ένα ιστολόγιο προβληματισμού και διαλόγου...!!!