Ο Χρόνης Μίσσιος ήταν μορφή. Το βιβλίο του «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» ήταν μια αυτοβιογραφική μαρτυρία εκ των ένδον, για τα κακώς κείμενα και τις αγκυλώσεις της Αριστεράς αλλά και της όλης εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας, με λαϊκό χιούμορ που «σκότωνε». Εκεί, λοιπόν, περιέγραφε έναν ποινικό κατάδικο, που σε μια δίκη, ενώ περίμενε κι ο Μίσσιος να δικαστεί, ως πολιτικός κρατούμενος, τον άκουσε σε μια συγκλονιστική απολογία. Ο παλιός μαγκίτης, με δάκρυα ζητούσε από τους δικαστές να σκεφτούν τον έρμο τον Νικολάκη του, που ο Νικολάκης του θα ‘μενε στους πέντε δρόμους κι η θαλπωρή που θα λείπει στον Νικολάκη του κι άλλα σπαραξικάρδια, που συγκίνησαν τους δικαστές και κονόμησε τελικά επιεική απόφαση. Συγκινημένος κι ο Μίσσιος από το δράμα του πατέρα, έσκυψε και τον ρώτησε, «πόσο χρονών είναι ο Νικολάκης;». «Ποιος Νικολάκης;», απόρησε ο βετεράνος ποινικός. «Ο γιος σου, ρε», επέμεινε ο Μίσσιος. Η παλιά καραβάνα της «στενής» και των εδωλίων έσκυψε στο αυτί του και του είπε «ποιος γιος μου, ρε μαλάκα, δεν έχω γιο, για τον π….. μου τους έλεγα». Κάγκελο ο Μίσσιος!