Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

Η ΚΤΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΑΚΡΥ... του Τίτου Χριστοδούλου

Γράφει ο Τίτος Χριστοδούλου:

Είμαστε, σημειώνει ο Όμηρος στην Οδύσσεια, τα ζώα τα δυστυχισμένα, οΐζυρά, που ξεχωρίζουν, έχοντας δώρο μανιχοί οι βαριόμοιροι θνητοί, την κόμη να κουρεύουνε, το μάγουλο να βρέχει δάκρυ.... τούτό νυ καὶ γέρας οἶον ὀιζυροῖσι βροτοῖσιν, κείρασθαί τε κόμην βαλέειν τ᾽ ἀπὸ δάκρυ παρειάν (Oδύσσεια δ). Κι όπως η Ανδρομάχη στην Οαριστύ, στην πιο ανθρώπινη κι ανθρωπιστική στις τρυφερές αξίες της ραψωδία Ζ της Ιλιάδας, να γελούμε μέσα στα δάκρυά μας, «δακρυόεν γελάν».

Γέλιο της δυστυχίας μας, σας και εμού, καθώς γράφεται, εν πατρίδι, και το παρόν προλόγισμα. Μια τεράστια πάμφωτη πινακίδα μπροστά, δεσπόζει στο τοπίο: «ΕΛΛΗΝΑΣ». Διαφημίζοντας τί; Παπούτσια, ψυγεία, αυτοκίνητα, λύσεις DIY από Κυπρίους για Κυπρίους, εθνική ταυτότητα; Δίπλα, στο οπτικό πεδίο, γραμμένο φάτσα, ώ άτιμη ράτσα, και πάμφωτο, το ΤΟΎΡΚΙΚΟ μπαϊράκι στο κατεχόμενο βουνό να αναβοσβήνει σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο, περιγελώντας την υπερ-ποντία μας απορία. 


Τώρα ναι, τώρα όχι. Διαφημίζει, κι αυτό, τί; Εθνική ταυτότητα, δύναμη, υπεροπλία, αντοχή στον χρόνο, εγγυήσεις; Σαν διαφημίσεις, στο παιχνίδι του μάρκετιγκ, οι στοχευόμενοι αγοραστές γνωρίζουν πως ό,τι διαφημίζεται είναι και το πιο αμφίβολο, αυτό που «παίζεται», που υπάρχει μονάχα σαν «brand», αυτοδιαψευόμενο στην κατανάλωσή του. 
Πίνουμε Coca Cola αλλά είμαστε μόνοι - κι όχι όλος ο κόσμος μαζί, όπως στην διαφήμισή της, πλένουμε τα μαλλιά μας αλλά δεν είμαστε «ελεύθερη κι ωραία», όχι πάντως «ελεύθερη», όχι σ΄αυτόν τον τόπο, «ΕΛΛΗΝΑΣ», θα του ταίριαζε το τροπικό «ΙΣΩΣ» που κατά κόρο χρησιμοποιεί σε πλείστες διαφημίσεις του, άκριτα, το London Greek Radio, «ΊΣΩΣ ΕΛΛΗΝΑΣ», και η διαφήμιση στο βουνό, «ίσως ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΟΙ», ίσως υπάρχουμε οι Τουρκοκύπριοι, σαν «εθνότητα», σαν «λαός», σαν «κράτος», ίσως υπάρχουμε καν. Μένει η αρχή του μάρκετιγκ, «μόνο θετικά μηνύματα», «μόνο με γέλιο».

Μόνο με γέλιο; Γελά θρηνώντας για τα κοινά, και παρόν, για την οϊζυρή πατρίδα, θρηνεί γελώντας, κοκκορίζοντας ασύστολα, κι αν μάταια κι απίστολα, το κοκκόρι που ξελαρυγγίζεται ολημερίς στο κέντρο της Λευκωσίας, δίπλα στα γραφεία της Price Waterhouse Cooper, σε πάροδο της Θεμιστοκλή Δέρβη, προσπαθώντας να αφυπνίσει με το ατελεύτητο εναγώνιο λάλημά του, τρις και τρις και τρις, κόκκορας εις κύβον, ώ μάτζικ, ώ Μάτζι, κάποιες Πέτρινες συνειδήσεις. Δηλαδή ποίους, και από τί ακριβώς;

Ω, σουρεαλιστική πατρίδα. Αίφνης, δίπλα μας κι αυτή, μια γαλοπούλα, ή ένας... Ινδός, ώ Λευκω-ασία ευρωπαϊκή μας πόλις. Να γουργουρίζει ολημερίς παχαίνοντας όπως κι η πατρίδα, περιμένοντας την έλευση του Κυρίου. Με την μαχαίρα. Ώ χαίνουσα παχαίνουσα πατρίς, καλοταϊσμένη, ρευόμενη κοκκορευόμενη, και μ’ όλα τα φτεράααα... Μια νότα, ένα ρεσιτάλ ολόκληρο σουρεαλισμού, όπως οι αυταπάτες μας, οδεύοντες, αγόμενοι κι επαγόμενοι στον χαμό, πιασμένοι, όπως κι η γαλοπούλα, στο παράδοξο της επαγωγής, πώς το ώρισαν οι Βρετανοί Ντέηβιντ Χιουμ και Μπέρτραντ Ράσελ. Να πιστεύουμε πως επειδή τα χθεσινά αύριο ήταν ίδια με τα χθεσινά χθες, έτσι και τα αυριανά αύριο θα είναι ίδια με τα αυριανά χθές. Χθες, κάποια μέρα που «πύρωνε έξω θείος Ιούλιος μήνας», δεν ήταν. Κι όλα τα «αυριανά» μας έκτοτε, «μοιάζουν σαν αύριο να μην είναι».

Κι αν το νομίζουμε πως υπάρχει ζωή μετά την ήττα, απειλεί να έρθει κι η ήττα που δεν θα είναι βιώσιμη, όπως θα έρθει κι η λύση που δεν θα είναι βιώσιμη. Κι ας μετρά η Price Waterhouse Cooper το πολύ το βιός μας. Στον υπερθετικό του, summa της σούμας, το βιός δεν είναι κατ’ ανάγκην... βιόσιμο.

Άντε, να φεύγουμε. Κι όπως καταλήγει, φιλοσοφικά, ο Σωκράτης στον Κρίτωνα, ποιοί πάνε σε καλύτερο μέρος μόνο οι θεοί γνωρίζουν. Μην ξεχάστε, μονάχα, το κοκκόρι στον Ασκληπιό, το τάμα για το θάμα. Που σαν τον Βάρναλη, δειλοί μοιραίοι, το προσμένουμε. Ίσως.

Ίσως βρείτε τα κείμενα στο βιβλιαράκι κωμικά. Ίσως πάλι, όχι. Ίσως οι μητέρες να έχουν δίκηο, όταν απαντούν στις φιλοδοξίες των υιών, «μαμά, όταν μεγαλώσω θα γίνω κωμικός», «ένα από τα δύο παιδί μου, ένα από τα δύο». Αλλά τί να πιστέψεις, σε μια μητέρα, πατρίδα, που αντί να μεγαλώνει μικραίνει με τα χρόνια η ίδια;

Α, άκου και πάλι το κοκκόρι. Για τον Ασκληπιό. Που τον κατάλαβε γελών ο Αριστοφάνης στον «Πλούτο» (α, Πλούτος, σας αρέσει η λέξη) να βγαίνει την νύκτα, εισβάλλει και αϊσεβάλλει, και να μας τρώει την κουρκούτη.

Το τάμα στο ταμείον είναι μείον.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Ένα ιστολόγιο προβληματισμού και διαλόγου...!!!

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...