Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

ΕΡΩΣ, ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΣ & ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΠΟΙΗΣΗ του Τίτου Χριστοδούλου

Περιγράφοντας τον Καζανόβα, στο ομώνυμο έργο του, ο Stefan Zweig αποφαίνεται για τον ήρωά του: «Το πάθος του, διαχεόμενο σε ένα καθαρά ερωτικό επίπεδο, δεν γνωρίζει τίποτα από την έκσταση της μοναδικότητας… Αν η μοναχή C.C. δεν μπορέσει να έλθει από το Murano, κι έλθει αντίθετα η λαϊκή αδελφή της, Μ.Μ., γρήγορα ο Καζανόβα θα παρηγορηθεί. Άλλωστε, μια γυναίκα είναι ίδια με κάθε άλλη!»

Η στάση του Καζανόβα απέναντι στις γυναίκες και την σεξουαλική επιθυμία θέτει, στην οριακότητά της, μερικά θεμελιώδη ερωτήματα αναφορικά με το τι είναι η ερωτική επιθυμία, και, από την ίδια άποψη, τι θα έπρεπε να είναι. Γιατί βρίσκουμε, αν βρίσκουμε, την στάση του Καζανόβα απωθητική, μειωτική με απαράδεκτο τρόπο για το «αντικείμενο του πόθου του», αυτή ή την άλλη γυναίκα; Τι είναι αυτό, στην συγκεκριμένη μοναδικότητα της ερωτικής επιθυμίας, που μας ωθεί να επιδιώξουμε να «φτιάξουμε» ένα προσωπικό δεσμό ως μια διαπροσωπική σχέση, ως κάτι που εξαγιάζει ή αποπνευματοποιεί την ερωτική επιθυμία σε αντίθεση κι απώθηση της στάσης που βλέπει «μια γυναίκα ως ίδια και τίποτα παραπάνω από μια άλλη γυναίκα»;

Ίσως η «μοναδικότητα», η συγκεκριμένη κι αναντικατάστατη ταυτότητα της ερωμένης να είναι η λέξη κλειδί. Σχολιάζοντας το κείμενο αυτό, στο έξοχο βιβλίο του «Sexual Desire» ο φιλόσοφος Roger Scruton εξηγεί ότι η ερωτική επιθυμία διακρίνεται από μια «εξατομικευτική προθετικότητα». Με άλλα λόγια – γιατί οι φιλόσοφοι διαλέγουν πάντα τα άλλα, πιο δύσκολα λόγια;- η ερωτική επιθυμία βασίζεται πάνω στην σκέψη της άλλης ή του άλλου ως το συγκεκριμένο άτομο που εκείνη ή εκείνος είναι.

Κάποιος, φιλοσοφικά σκεπτόμενος – κολλητικό μεν, περαστικό δε, μην τρομάζετε – αν κάποιος άνδρας αισθάνεται ερωτική επιθυμία την ίδια ώρα για δύο γυναίκες (έχει συμβεί, κυρίες μου, φοβούμαι) έχει τότε την εμπειρία της ίδια επιθυμίας για δύο γυναίκες, μια «μαζική» κι αδιαφοροποίητη ή μη εστιασμένη επιθυμία για οποιαδήποτε γυναίκα που εξατομικεύεται καθώς στρέφεται προς δύο γυναίκες, ή έχει την εμπειρία δύο επιθυμιών, κάθε μία των οποίων είναι επιθυμία για μια από τις δύο γυναίκες; Ο Scruton φέρνει το παράδειγμα ενός ναυτικού που μόλις ξεμπαρκάρει τρέχει σε έναν οίκο ανοχής, γυρεύοντας μια γυναίκα για να ικανοποιήσει την δίψα του για σεξ. Υποδεικνύει ο φιλόσοφος ότι, μέχρι την στιγμή που θα στρέψει τα μάτια του σε μια συγκεκριμένη γυναίκα, ο ναύτης «δεν επιθυμεί γυναίκα, είναι μάλλον στην κατάσταση του να επιθυμεί να επιθυμήσει».

‘Ή, μήπως, μια τέτοια στάση δεν αντιπροσωπεύει μια ελεύθερη από αξίες, επιστημονική κι αντικειμενική θεώρηση του τι είναι η σεξουαλική επιθυμία, αλλά, αντίθετα, ενσωματώνει και κρύβει και μια κανονιστική άποψη, διασαλπίζει μια ηθική άποψη για το ποια είναι η καλύτερη κι η πρέπουσα μορφή που θα έπρεπε να πάρει η ερωτική επιθυμία; Με άλλα λόγια, μια ερωτική επιθυμία που δεν διαφοροποιεί ανάμεσα στα πρόσωπα πίσω από τα σώματα, κρίνεται και κατακρίνεται ως μια ελαττωματική, διεστραμμένη και ζωική ακόμη μορφή σεξουαλικής επιθυμίας που αντιδιαστέλλεται στην πιο υγιή, πιο ικανοποιητική, πιο ανατατική και πρέπουσα μορφή, πιο αληθή δηλαδή στην μορφή της σεξουαλική επιθυμία;

Είναι αποκαλυπτικό ότι, σαν προσωπική και κοινωνική εκδήλωση που εκφράζει τα πιο ενδόμυχα και εκφραστικά του κοινωνικού είναι και χαρακτήρα μας, η μορφή που παίρνει και με την οποία εκφράζεται η σεξουαλική μας επιθυμία επενδύεται με σημαντικές ηθικές αξίες και κανονιστικά πρότυπα. Το χαστούκι σαν αγανακτισμένη απόρριψη άπρεπούς έκφρασης ερωτικής επιθυμίας τα λέει όλα. Δεν είναι βία, γίνεται δεκτό σαν υπόδειξη παραβίασης κοινωνικών νορμών, κανόνων. Φιλόσοφοι και φιλοσοφούντες λογοτέχνες έχουν εκφράσει με πολλούς τρόπους διάφορες απόψεις για την σεξουαλική επιθυμία.

Όλοι τους εμπλέκουν στις θεωρίες τους ένα ισχυρό κανονιστικό στοιχείο σε αυτές, ή, προκαλούν έντονη, ηθικά εδρασμένη αντίδραση. Ο Πλάτων στον Φαίδρο βλέπει στον έρωτα ένα ανατατικό παιδαγωγικό στοιχείο, ενώ στο Συμπόσιο έναν μεταφυσικό ίμερο για την ολοκλήρωση του ανθρώπου στην ένωση με το άλλο του, ιδεατό ήμισυ. Η Καθολική Εκκλησία υπογραμμίζει την σύνδεση του σεξ με τους θείους σκοπούς της αναπαραγωγής, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα την ηδονή, ή καθιστώντας την εργαλειακή, την υπηρεσία της αναπαραγωγής – και εξοβελίζοντας ως αμαρτωλή κάθε αντισυλληπτική μέθοδο.

Άλλοι, όπως ο φιλόσοφος Igor Primoraz στο ‘Ethics and Sex’ (London: Routledge ,1999, ch. 3) υποβαθμίζουν το σεξ σε τίποτα παραπάνω από μια απλή ηδονική πράξη, οπότε το «αξιολογικά» καλύτερο σεξ δεν είναι παρά το σεξ που δίνει περισσότερη, που μεγιστοποιεί την ηδονή από την πράξη αυτή. Αφήνοντάς μας τότε τους φιλοσοφικά – είπαμε - διακείμενους με το ερώτημα: αν η ευχαρίστηση είναι εγγενές στοιχείο του σεξ, μια σεξουαλική πράξη στερημένη από ευχαρίστηση, π.χ. ανάμεσα σε ένα ζευγάρι που τους έχει φθείρει η πλήξη, ή το σεξ ανάμεσα σε μια ιερόδουλη και τους πελάτες της – είναι μια σεξουαλική πράξη πιστή στο όνομά της, μια γνήσια σεξουαλική πράξη, με όποιο κανονιστικό στοιχείο προσδεμένο στον χαρακτηρισμό «γνήσιο»;

Με άλλα λόγια, αν το σεξ αξιολογείται με αναφορά στην ευχαρίστηση που ενέχει, υπάρχει ένα κατώφλι χαμηλής ευχαρίστησης όταν το σεξ δεν είναι καθόλου σεξ; Ο Scruton θα διαφωνούσε με τέτοιους αναγωγικούς ορισμούς του σεξ, επιδιώκοντας αντίθετα να ενσωματώσει στον ορισμό του σεξ την δυνατότητα μιας πιο βαθιάς, πιο προσωπικά ανατατικής, καθοσιωτικής έννοιας του σεξ, ως μιας πιο προσωπικής, «τρυφερής» συνάντησης ή ανταλλαγής, ό,τι στα αγγλικά αποδίδεται με τον όρο «intimacy».

Πηγή του σε αυτό είναι – θα το πιστεύατε; - ο υπαρξιστής φιλόσοφος Ζαν Πωλ Σαρτρ, που ειρωνικά είναι γνωστός «λιμπερτίνος», ιδιαίτερα ελεύθερος κι ανοικτός στις ερωτικές του σχέσεις. Πριν όμως βυθιστούμε στα περίπλοκα επιχειρήματα και στο σκοτεινό ύφος του Σαρτρ, στο βιβλίο του Είναι και Μηδέν, ας ρίξουμε μια ακόμη ματιά στην πολωτικά, εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη. Πρόκειται – εδώ το περιμένατε, ίσως – για τον Μαρκήσιο ντε Σαδ.

Στο βιβλίο του Juliette, ο Μαρκήσιος παίρνει μια κυνική άποψη για το σεξ, περιορίζοντάς το σε τίποτα περισσότερο από την σεξουαλική επιθυμία. Μιλά για τον εαυτό του, ότι έχει περιπέσει στην κατάσταση του έρωτα προς μια ωραία γυναίκα, αλλά «έχοντας μέσα από τις παγίδες μιας ψευδούς κι επικίνδυνης μεταφυσικής, πείσει τον εαυτό του ότι είναι μόνο την καρδιά της που επιθυμεί.» Ωστόσο, συγκρίνοντας την στάση του αυτή με την καθαρά σαρκική, λάγνο σεξουαλική επιθυμία του αντιζήλου του, αντιλαμβάνεται ότι κι ο ίδιος τελικά δεν επιθυμεί τίποτε άλλο από την «διασφάλιση των ηδονικών αισθήσεων της σάρκας της». Αλλά είναι αυτός «ο πόθος για δέρμα με δέρμα, σάρκα με σάρκα, σωματική επαφή ό,τι οδηγεί σε ηδονή, είναι αυτή όλη η σεξουαλική επιθυμία;»

Έχει δίκηο, τότε, ο Καντ όταν παράδοξα αντιλαμβάνεται την σεξουαλική αγάπη, τον έρωτα ως την παροδική απομύζηση ηδονής από τον ερωτικό σύντροφο ως αντικείμενο της επιθυμίας, της όρεξης; Σκεφθείτε τον Καντιανό «αποκρουστικό», εκ πρώτης ακοής, αφορισμό: «Ο έρως ως σεξουαλική επιθυμία καθιστά τον/την ερωτική/ό σύντροφο αντικείμενο της ορέξεως – μόλις η επιθυμία αυτή ικανοποιηθεί, το πρόσωπο παραμερίζεται σαν λεμόνι το οποίο έχει πλήρως απομυζηθεί», σαν στιμμένη λεμονόκουπα δηλαδή..

Η διέγερση της συνείδησης στο σεξ: επιθυμώντας το αδύνατο στο σεξ.

Αλλά δεν είναι τότε η ερωτική συνομιλία με έναν αντικειμενοποιημένο σύντροφο, μια «ανταλλαγή» (αν πρόκειται καν για «ανταλλαγή»), ένα στεγνό ρεπερτόριο μηχανικών κινήσεων, μια εκπτωχευμένη κι ακόμη ηθικά απωθητική έκδοση της πράξης του σεξ; Η απάντηση κλειδί του Σαρτρ βρίσκεται στην έννοια της ανταπόκρισης. Αρνείται ο Σαρτρ το είδος του εξουδετερωμένου σεξ, με τις συνυποδηλώσεις του «ουδέτερου» ή «πράγματος», θα έλεγε κανείς, της μεταχείρισης του ερωτικού συντρόφου ως «αντικειμένου», όχι ως προσώπου ή ανθρωπίνου όντος, αλλά ως αδρανούς, βιολογικής, σάρκινης μάζας για διατρύπηση ή «παλούκωμα».

Κρίσιμη για την ικανοποίηση όπως την εννοεί , ο Σαρτρ επιζητεί την διέγερση στην ερωτική του σύντροφο μιας διέγερσης στην θέα της γύμνιας του, «να διεγείρω ερωτικά την άλλη με την γυμνή μου σάρκα», «να προκαλέσω την επιθυμία στην σάρκα μου», «αναπαράγοντας στην Άλλη μια ενσάρκωση όμοια με την δική μου». Η σεξουαλική επιθυμία, λοιπόν, εμπλέκει μια επιθυμία το αντικείμενο της επιθυμίας να ενεργοποιηθεί η ίδια ως υποκείμενο της επιθυμίας, ένα υποκείμενο που επιθυμεί, που διεγείρεται με την αναγνώριση όχι μόνο ότι εκείνος διεγείρεται, αλλά ότι εκείνος επιθυμεί εκείνη να διεγερθεί. Οι διεγέρσεις, κι από τις δυο πλευρές ενισχύονται με την αμοιβαία αναγνώριση των διεγέρσεων.

Εδώ, στο χάσμα και το αμοιβαίο παιγνίδι ανάμεσα σε συνείδηση και αντικειμενοποίηση, επιθυμία της σάρκας και διαλογική ανταλλαγή αναγνωρίσεων, βρίσκεται το παράδοξο κι η σύγκρουση στην απεικόνιση της σεξουαλικής επιθυμίας από τον Σαρτρ. Ο Σαρτρ θέλει να ενωθεί με την Belle σαν ενσωματωμένη σάρκα, σαν αντικείμενο στον κόσμο μας, ενώ την ίδια στιγμή θέλει να διατηρεί την αντιφατική και υπονομευτική προσδοκία ότι εκείνη διεγείρεται ως συνειδητό υποκείμενο που (τον) επιθυμεί με την δική της προοπτική.

Η σεξουαλική επιθυμία δημιουργεί τις δικές της συνθήκες αδυνατότητας και την υφή του ευθραύστου, στο γεγονός ότι επιζητεί την ίδια ώρα να μετατρέψει την άλλη συνείδηση σε ενσωματωμένο αντικείμενο, σε σάρκα, ενώ την διατηρεί ως υποκείμενο που επιθυμεί τον άλλο, προσφέροντας τον εαυτό του ως αντικειμενοποιημένη σάρκα, κατειλημμένη από την διακαή της επιθυμία. Οι συνθήκες της επιτυχούς σεξουαλικής σχέσης είναι, eo ipso, εξ αυτών, συνθήκες της αδυνατότητάς της, αφού ο βαθύτερος σκοπός της, η «διπλή αμοιβαία ενσάρκωση» μέσα από την οποία επιθυμεί να διεκπεραιωθεί, εμπλέκει ένα αδύνατο στόχο που δεν μπορεί κατ’ αρχήν να πραγματοποιηθεί.

Συγχυστήκατε; Σαρτρ είναι αυτός, μιλώντας για το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου. Και μιλώντας, σαν Γάλλος υπαρξιστής, σκοτεινά γι’ αυτό. Για να συνοψίσω: επιζητώντας να κατακτήσει την/ον άλλη/ο η σεξουαλική επιθυμία επιγεννά την αδυνατότητα να καταστήσει την άλλη σε «τίποτε άλλο παρά αντικείμενο», αλλά ενώ την χρειάζεται την ίδια στιγμή σαν συνείδηση που επιθυμεί εκείνον που την επιθυμεί – σαν αντικείμενο και σαν συνείδηση που την επιθυμεί.

Σκοτεινό, αλλά, είπαμε, αληθές στη ζωή αφού το αντικείμενο του πόθου είναι σκοτεινό. Η επιθυμία εμπλέκει στην ουσία της τόσο εκούσιες, εμπρόθετες πράξεις όσο και ακούσια συμβάντα στο σώμα: ερωτευόμαστε ταυτόχρονα τόσο σαν βιολογικά συστήματα όσο και σαν συνειδητά όντα με διακριτές το κάθε ένα προοπτικές και αντιλήψεις για το τί διαμείβεται στην ερωτική σχέση και συναλλαγή.

Πώς να μην αντίκεισθε γενικώς στα σεξουαλικά αντικείμενα

Οι δερμάτινες μπότες, ειδικά οι μαύρες, δεν ανταποκρίνονται. Διεγείρουν όμως την ερωτική επιθυμία και επιθυμούνται. Αλλά σαν τι; Αν γι’ αυτές και μόνο γι’ αυτές η επιθυμία ερμηνεύεται σαν φετίχ, σαν μετατόπιση της πραγματικής επιθυμίας από το άτομο που φορά τις μπότες, την Belle, και την επιθυμία για την οποία ενισχύουν ή εντείνουν, αποκτώντας από αυτή την συνεισφορά τους στην αύξηση της σεξουαλικής ηδονής την αξία σαν σεξουαλικά αντικείμενα. Τυπικά, «φυσιολογικά», δηλαδή κανονιστικά ο Σαρτρ επιθυμεί ερωτικά την Belle που φορά τις μπότες.

Είπαμε, «κανονικά», αξιολογώντας την ερωτική επιθυμία ως κατευθυνόμενη προς ένα συνειδητό υποκείμενο, ένα πρόσωπο, κι όχι απλά ένα σώμα. Υπάρχουν, βέβαια, κι εκείνοι που βλέπουν τις ερωτικές σχέσεις ως αναφερόμενες στις γυναίκες μονάχα σαν ερωτικά αντικείμενα, δείγματα απλά του «καθόλου» γυναίκα, εύκολα κι αδιάφορα αντικαταστάσιμα. Ο Καντ έδωσε τον οριακό ορισμό της σεξουαλικής επιθυμίας χωρίς αγάπη, όταν χρησιμοποιούμε την άλλη ως μέσο και όχι ως σκοπό, χωρίς την αξιοπρέπεια που η ηθική του ορίζει ότι οφείλεται στους άλλους ανθρώπους με την κατηγορική προσταγή: «πάντα αντιμετώπιζε τους άλλους σαν σκοπούς και ποτέ ως μέσα». Εδώ, σαν λεμόνια για στίψιμο και πέταμα. Η σεξουαλική επιθυμία, είναι μια επιθυμία διαφορετική από την όρεξη για σοκολάτα, κέηκ ή λεμόνια. Το αντικείμενο του πόθου δεν είναι ένας μαζικός όρος, mass term, μια τάξη αδιαφόρως ομοειδών πραγμάτων.

Οι κατηγορίες κι υποψίες για την ευτέλεια πίσω από την αντίληψη του ερωτικού συντρόφου ως «σεξουαλικού αντικειμένου» μπορεί να εστιαστούν σε διάφορες απόψεις, όλες μειωτικές στην αντίληψη της άλλης ή του άλλου. Μπορεί να αγνοούνται τα ενδιαφέροντα της άλλης, ή μπορεί να μην παραχωρεί τον εαυτό της ελεύθερα. Μπορεί απλά να χρησιμοποιείται ως μέσο για την ικανοποίηση της ανδρικής επιθυμίας. Η ίδια η ερωτική επιθυμία, ωστόσο, δεν συνεπάγεται ούτε χρειάζεται ουσιαστικά τα χαρακτηριστικά αυτά – και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι υφίστανται κανονικά σε μια ερωτική σχέση. Ωστόσο, η ερωτική επιθυμία έχει την σωματική βιολογική της πλευρά, τις παρορμήσεις και τα ένστικτα της σάρκας, αλλά σαν συνειδητά βιολογικά όντα που επιζητούμε να διεγείρουμε σε άλλα βιολογικά όντα σαν εμάς, και πρόσωπα σαν εμάς, την ίδια ποιότητα επιθυμίας που εξευγενίζει και βαθαίνει την δική μας ερωτική επιθυμία.

Δεδομένης αυτής της συνύπαρξης κι έντασης ανάμεσα στην πολικότητα «αντικείμενο/συνείδηση», δεν είναι εκπληκτικό ότι η σεξουαλική επιθυμία μπορεί να αντλεί από αυτή την παράδοξη ένταση για να βαθύνει την ερωτική εμπειρία με παιχνίδια «κυριαρχίας/υποταγής» - θα εκπλαγείτε τι «εργαλεία» αγοράζουν κανονικά ζευγάρια από την Ann Summers, για να βοηθηθούν στην επιτέλεση αυτής της διάστασης στο σεξ τους. Πρόκειται, βέβαια, για το παίξιμο ενός ρόλου, κάτι πολύ διαφορετικό και σε αντίστιξη από το να είναι πράγματι ένα σεξουαλικό αντικείμενο. Η σημασία του «παιχνιδιού ρόλων» αντανακλά στις φαντασίες που διευρύνουν την αντίληψη της άλλης/ου και τι μπορεί οικειοθελώς να σημαίνει για τον/ην ερωτική σύντροφο, κι αυτό στο προσκήνιο της σκοτεινής έννοιας του τι σημαίνει το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας. Σκοτεινό ή όχι το αντικείμενό της, φιλοσοφικά όσο φιλοσοφικά προβληματικό η όχι, η ερωτική επιθυμία είναι μια πραγματικότητα δίχως την οποία λίγοι θα επέλεγαν να ζήσουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Ένα ιστολόγιο προβληματισμού και διαλόγου...!!!

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...