Γράφει ο Τίτος Χριστοδούλου:
Όντας, ως λέξις, και φωνή. Δέσιμο του ήχου με τον λόγο ακόμα πιο αδήριτo στα αρχαία ελληνικά όπου, ως γνωστόν, η ανάγνωση του λόγου δεν εννοείτο παρά ως εκφώνησή του, γινόταν πάντα φωνακτά. Κι ακόμη περισσότερο του ποιητικού λόγου, που ανέδιδε και την μουσικότητα της προσωδίας. Μέλος, τραγούδι η ποίηση, με την συνοδεία της κιθάρας η «ιμερόεσσα αοιδή» του έπους, της λύρας (ή του αυλού) η αιολικής προέλευσης λυρική ποίηση, όπου «μέλος», μελική ποίηση, σημαίνει ακριβώς το πάντρεμα στίχου και μουσικής. Στην (δωρικής καταγωγής) χορική ποίηση, μετά την επική ποίηση, από τον 7ο αιώνα και μετά, έχουμε, με την πρόσθεση της όρχησης, το απόλυτο αισθητικό ανάπτυγμα του ποιητικού ρυθμού, με την τριαδική σχέση του λόγου, της μουσικής και της κίνησης.
Ο λόγος αποκτά μια ολόγεμη σωματικότητα, έχουμε την πλήρη εν-σάρκωση του ποιητικού λόγου. Ήδη σωματικός ως ακουστικός στην εκφορά του, ως λόγος που χορεύει με τον ακουστικό ρυθμό της ανάσας και το εύηχο της λέξης, με την μουσική ο ήχος μορφώνεται πια σε πλήρη στο χώρο σωματικότητα που εκτυλίσσει το νόημα σε μορφή και κίνηση αρμονική, δηλαδή αρμόζουσα φωνή και περιεχόμενο. Το πάθος κι η συγκίνηση, ως κίνησις ψυχής, αναδίνεται μέσα από την συμ-φωνία της μουσικότητας του λόγου με τον εσωτερικό ρυθμό των τελουμένων πραγμάτων. Ο ποιητής σαν ενορχηστρωτής των στίχων του δίνει τις κατάλληλες κινήσεις στις λέξεις του για να κυλήσουν ή να χορέψουν σύμ-φωνα με την εσωτερική ρυθμικότητα που προκύπτει από τα πράγματα και τα αισθήματα που περιγράφονται στους στίχους του ποιήματός του, με την κατάλληλη διάταξη των λέξεων και των ήχων των ορίζει την αρμονία εκείνη που γοητεύει, κηλύει τον ακροατή ή αναγνώστη στην δύναμη και χάρη του συμφωνικά αρμοσμένου κι εύχαρι λόγου.
Όπως εξηγεί ο Κοϊντιλιανός, «ποίησις ακοή μόνη δια ψιλών χρήναι λέξεων, αλλ’ ούτε πάθος αεί κινεί δια μελωδίας, ούτε δια ρυθμών οικείοι τοις υποκειμένοις… μόνη δε μουσική και λόγων και πράξεων εικός παιδεύει ου δι’ ακινήτων, ουδέ εφ’ ενός σχήματος πεπηγόντων. Αλλά δια εμψύχων τα καθ’ έκαστον επαγγελλομένων, ες το οικείον την τε μορφήν και κινησιν μεθίστησι.» (Αρ. Κοϊντιλιανός Βιβλ. Β΄ Έκδοση Μ. Μεϋβ. σελ.63). (Είναι αλήθεια πως η ποίηση ακούγεται ευχάριστα εξαιτίας των εύηχων λέξεων που χρησιμοποιεί, αλλά η μελωδία και ο ρυθμός της δεν προκαλούν πάθος. Ενώ η μουσική, από μόνη της διαπαιδαγωγεί τον άνθρωπο και με τις πράξεις και τα λόγια που απαγγέλλονται από τον καθένα, παίρνει μορφή και κίνηση).
Αιμυλίοισι λόγοισι θέλγει ποίησις
«Ιμερόεσσα η αυδή», καλλίφωνο το τραγούδι, μετήρχετο της «ευφωνίας» για να «γοητεύσει» με το εύηχο του στίχου κι η ευφωνία, το κάλλος του ήχου και των συνδυασμών των, φαίνεται να ήταν συνειδητή αναζήτηση του ποιητού, σε σκευή του αισθητικού αποτελέσματος όταν μάλιστα αυτό ντύνει ηχητικά με τον πιο κατάλληλο τρόπο το νοητικό περιεχόμενο. Τα ευφωνικά «α και «ο» θαυμάστηκε ανέκαθεν πώς απέδιδαν με θαυμαστή συνήχηση(assonance– η διαδοχή ομοήχων φωνηέντων) και παρήχηχηση (alliteration – η διαδοχή ομοήχων συμφώνων, εδώ χειλικά π, τ, και μαλακά οδοντικά τριβόμενα, ένρινα και υγρά, δ, ν, ρ) ζωγραφίζουν το κελάρυσμα του ποταμού «παρά ποταμόν κελάδοντα, παρά ροδανόν δονακήα» (Ιλ. Σ, 576).
Όπως εξηγεί ο Κοϊντιλιανός, «ποίησις ακοή μόνη δια ψιλών χρήναι λέξεων, αλλ’ ούτε πάθος αεί κινεί δια μελωδίας, ούτε δια ρυθμών οικείοι τοις υποκειμένοις… μόνη δε μουσική και λόγων και πράξεων εικός παιδεύει ου δι’ ακινήτων, ουδέ εφ’ ενός σχήματος πεπηγόντων. Αλλά δια εμψύχων τα καθ’ έκαστον επαγγελλομένων, ες το οικείον την τε μορφήν και κινησιν μεθίστησι.» (Αρ. Κοϊντιλιανός Βιβλ. Β΄ Έκδοση Μ. Μεϋβ. σελ.63). (Είναι αλήθεια πως η ποίηση ακούγεται ευχάριστα εξαιτίας των εύηχων λέξεων που χρησιμοποιεί, αλλά η μελωδία και ο ρυθμός της δεν προκαλούν πάθος. Ενώ η μουσική, από μόνη της διαπαιδαγωγεί τον άνθρωπο και με τις πράξεις και τα λόγια που απαγγέλλονται από τον καθένα, παίρνει μορφή και κίνηση).
Αιμυλίοισι λόγοισι θέλγει ποίησις
«Ιμερόεσσα η αυδή», καλλίφωνο το τραγούδι, μετήρχετο της «ευφωνίας» για να «γοητεύσει» με το εύηχο του στίχου κι η ευφωνία, το κάλλος του ήχου και των συνδυασμών των, φαίνεται να ήταν συνειδητή αναζήτηση του ποιητού, σε σκευή του αισθητικού αποτελέσματος όταν μάλιστα αυτό ντύνει ηχητικά με τον πιο κατάλληλο τρόπο το νοητικό περιεχόμενο. Τα ευφωνικά «α και «ο» θαυμάστηκε ανέκαθεν πώς απέδιδαν με θαυμαστή συνήχηση(assonance– η διαδοχή ομοήχων φωνηέντων) και παρήχηχηση (alliteration – η διαδοχή ομοήχων συμφώνων, εδώ χειλικά π, τ, και μαλακά οδοντικά τριβόμενα, ένρινα και υγρά, δ, ν, ρ) ζωγραφίζουν το κελάρυσμα του ποταμού «παρά ποταμόν κελάδοντα, παρά ροδανόν δονακήα» (Ιλ. Σ, 576).
Ο Παυσίμαχος ταξινομεί τα σύμφωνα αυτά ως τα πιο ευφωνικά των συμφώνων, συγκεφαλαιώνοντας μια γενική ποιητική εκτίμηση. «Ηδύνει μεν την ακοήν το ‘ν’ και των ημιφώνων γλυκύτατον» (γλυκαίνει την ακοή το «ν», το πιο γλυκύ από τα ημίφωνα). Σκεφθείτε πόσο σκληρή, χυδαία έχει απο-ευγενσθεί η ελληνική με την απενρινοποίηση λατινοποίησή της, που κατεδίκασε στην «Αγωγή του Λόγου» του ο ηθοποιός Δημήτρης Μυράτ. Παράδειγμά του το «διαμάντια» που το πρόφεραν άνευ του «ν» ως «διαμά-dια» οι νεώτεροι ηθοποιοί στις δοκιμαστικές ακροάσεις. Ο Θεόφραστος πάλιν (F 687), θαυμάζει ομοίως την γλυκύτητα του «λ» και του «ν». Ήταν γλυκύ και το όνομα ακόμα της Ελένης.
Στον Όμηρο εξάλλου αρέσει η διαδοχή ανοικτών φωνηέντων, κυρίως του «ο» και «α» (τον βοηθούν εδώ οι πρωτόκλιτες γενικές) καθώς και τα ασυναίρετα, «στεύτο δε διψάων.. πιέειν δ’ ουκ είχεν ελέσθαι» (λ 584, τα ιωνικά ασυναίρετα, έρχεο (έρχου), Ποσειδάων (Ποσειδών) –Ποσειδάων γαιήοχος (α 68) ή, τυπικά, τα ασυναίρετα απαρέμφατα «ελάαν» (αττικό «ελάν»). Στο τραγούδι της Καλυψούς, ε 61 (ή της Κίρκης κ 221) όλα τα φωνήεντα συνηχούν για να δώσουν την τρυφερή γλυκύτητα του τραγουδιού «αοιδιάουσ’ οπί καλή». Με διαίρεση ανοίγει τους διφθόγγους για το ίδιο αποτέλεσμα της συνήχησης φωνηέντων, πάις, οξέι, οϊζυρός, ελέειν (-ελείν), έϊσσος (=ίσος). Υπέροχο το αυτοαναφορικό ευφωνικό (προσέξτε πόσα ευφωνικά «λ») «αιεί δε μαλακοίσι και αιμυλίοισι λόγοισι θέλγει» (γλυκαίνει με μαλακά και τρυφερά (στρογγυλεμένα) λόγια), α 56.
Αντίθετα, τα σκληρά, κακόηχα κατά τα άλλα λαρυγγικά αποδίδουν την σκληρότητα των χαλκών κράνων, «άκρη κακ’ κόρυθα; πλάγχθη δ’ από χαλκόφι χαλκός», ενώ τα πέντε χειλικά στο «κούφα ποσί προβιβάς και υπασπίδια προποδίζων» (Θ 158) αποδίδουν με την παρήχησή τους τον ηχηρό βηματισμό του οπλισμένου ήρωα. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι, και μεγάλως έχει από την αρχαιότητα θαυμαστεί, στο ι 71 της Οδυσσείας το άγριο ρίπισμα των πανιών στον άγριο αέρα που τελικά τα σκ-ίζ-ει: «τριχθά και τετραχθά διέσχισεν ίς ανέμοιο», δυό φορές και τρεις φορές, έσχισεν η ισχύς του ανέμου. Ακούστε ξανά και ξανά,τριχθά και τετραχθά, το πλατάγισμα των πανιών πριν το συριστικό «διέσχισεν ίς» του ανέμου τα ξεσκίσει παραστατικά στα αυτιά σας, με εκείνο το «διέ-σχισ- εν» να αποδίδεται άλλωστε ομόηχα και στο αγγλικό «hissing». Το τριβόμενο οδοντικό «δ» του εδάφους επαναλαμβάνεται στο «αύτις έπειτα πέδονδε κυλίνδετο λάας αναιδής» (ξαναπέφτει αμέσως στο έδαφος η ξεδιάντροπη πέτρα, στο μαρτύριο του Σισύφου, στη Νέκυια, λ 598).
Ο ανατριχιαστικός συριγμός των εκχεομένων σπλάχνων από τον ξεκοιλιασμένο ήρωα ακούγεται αποτρόπαια στο «χύντο χαμαί χολάδες», ενώ παρόμοια ανατριχιαστική είναι η περιγραφική παρονομασία του «βουβώνα βεβλήκει» («διαπέρασε την κοιλιά», στο Δ 492). Οι«Αχαιοί χαλκοχίτωνες» δείχνουν κι εδώ την αρέσκεια του Ομήρου να τριτώνει το ‘χ’, με συνήχηση του συμφώνου ενώ ο σιγματισμός αφρίζει την θάλασσα στην πιο όμορφη ίσως «ονοματοποιΐα» της ελληνικής γλώσσας, το «θάλασσα», «θάλασσα ηχήεσσα» που τόσο αρέσει να αφρίζουν οι μικροί μας μαθητές. Το δασύ «θ» φουσκώνοντας το κύμα που σπάει στο υγρό πλατάγισμα του «λ» πριν αναλυθεί σε παχύ αφρό με το διπλό «σ» ενώ το ανοικτό «α» απλώνει την απεραντωσύνη της θάλασσας. Η ίδια η θάλασσα δίνει με το πάφλασμα των κυμάτων της και το τρυφερό ψιθύρισμα του φλοίσβου και τις ονοματοποιΐες σε στίχους όπωςτο «κύματα παφλάζοντα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης» στο ν 798.
Ο Δίων ο Χρυσόστομος, επιδεικτικός ρήτωρ της Δευτέρας Σοφιστικής, στον Β’ Αιώνα μ.Χ. επαινούσε τον Όμηρο για την πρωτότυπη χρήση της «ονοματοποιΐας», «καναχάς τε και βόμβους και κτύπον και δούπον και άραβον πρώτος εξευρών και ονομάσας ποταμούς τε μορμύροντας και βέλη κλάζοντα και βοώντα κύματα και χαλεπαίνοντας αέμους και άλλα τοιαύτα δεινά και άτοπα, τω όντι θαύματα».
Ποίησις: Ήχος και Νόημα
Στον Όμηρο, το «σχολείον Ελλάδος» μαθήτευσαν με θαυμασμό την τεχνική του ευφωνικού στίχου οι Ελληνιστικοί «γραμματικοί» και «ρήτορες» για να φθάσουν μάλιστα μερικοί, οι «ευφωνικοί» καλούμενοι να ορίσουν ότι η ποίηση επιτυγχάνει το αισθητικό της αποτέλεσμα ως «ευφωνία», ανεξαρτήτως του περιεχομένου. Η καθαρή φωνητική θεωρία της ποίησης των «ευφωνικών» ήγειρε την αντίδραση των θιασωτών της «διδακτικής» ποίησης που έστρεψαν την χρηστική αξία της ως φιλοσοφικής αλήθειας και διδασκαλίας κατά της «γοητευτικής» μουσικής ή ευφωνικής λειτουργίας. Στο «Περί Ποιημάτων» του Φιλοδήμου, παρατίθενται (στο πέμπτο βιβλίο του έργου) σειρά από ευφωνικούς με λίγο πολύ παραπλήσιες ιδέες πρόκρισης της «φωνητικής – μουσικής» φόρμας έναντι του περιεχομένου της ποίησης («πάντα επί τον ήχον αναλυόμενα ευρίσκηται»). Ο Ηρακλειόδωρος, για παράδειγμα, πίστευε ότι «ίδιον» της ποίησης που την διακρίνει από τον πεζό λόγο είναι η «ευφωνία» και ότι αυτή εξαρτάται από την τάξι ή σειρά των λέξεων («συνήγησις») και τον ήχο που έτσι αποδίδεται.
Πιο ακραίος ευφωνικός ήταν ο Παυσίμαχος, που έκρινε την πλοκή του ποιήματος ως άσχετη προς την ποιότητα της καλής ποίησης, της οποίας ίδιον είναι η ευφωνία που παράγει η «συνήγηση». Ο Παυσίμαχος ωστόσο προχώρησε περαιτέρω, δίνοντας μια ανάλυση της ευφωνίας κατά τους ατομικούς ήχους και γράμματα, πρεσβεύοντας ότι η «συνήγηση» είναι πιο σημαντική από την «σύνθεση» κι οι καλοί ποιητές είναι καλύτεροι από τους κακούς απλά γιατί οι ήχοι τους είναι καλύτεροι. Το υγρό «λ» είναι γλυκύτερος ήχος, οπωσδήποτε πιο ευφωνικός από το «σκληρό» λαρυγγικό «κ» κι οποιαδήποτε προσπάθεια «μετάγησης», αλλαγής της σειράς των φθόγγων, δεν πρόκειται να σώσει, κάνοντας ευφωνικό, ένα ποίημα που έχει κακόφωνα γράμματα. Ούτε και το μέτρο κάνει εδώ διαφορά, βελτιώνοντας ένα κακόφωνο ποίημα.
Ο Κράτης, με τη σειρά του, υιοθετούσε την ευφωνική αρχή ότι το πιο βασικό κριτήριο για την αρετή ενός ποιήματος είναι ο ήχος, αλλά άφηνε θέση και για το περιεχόμενο. Το αυτί κρίνει τον ήχο αλλά και τους κανόνες της λογικής που εμπεριέχονται στον ήχο και φέρνουν μαζί τους το περιεχόμενο που κρίνουμε όχι ανεξάρτητα από τον ήχο ούτε όμως και σαν κυριότερον ίδιον της ποιήσεως.
Φιλόσοφος όσο και ποιητής ο Φιλόδημος είναι κριτικός ως προς τους ευφωνικούς που παραθέτει έχοντας στόχο να διασώσει το περιεχόμενο και την αξία του λόγου στην ποίηση. Αυτό κρίνεται από τις λογικές μας δυνάμεις και το αποτέλεσμα της ποιήσεως παράγεται από ένα συνδυασμό περιεχομένου και μορφής, λόγου και ήχου, και τα δυό τους αξεχώριστα έτσι «ίδια» της ποιήσεως. Παρόλα αυτά δεν φαίνεται να πιστεύει στην διδακτική ποίηση, κρίνοντας τον πεζό λόγο πιο πρόσφορο για τα επιχειρήματα της φιλοσοφίας.
Στον Λουκρήτιο και το De Rerum Natura έχουμε την πιο καθαρή Επικούρεια μορφή της διδακτικής φιλοσοφικής ποίησης όταν η ποίηση γίνεται θεραπαινίδα του φιλοσοφικού λόγου, συμπληρώνοντας τον κύκλο που φέρνει πίσω στην προσωκρατική φιλοσοφική ποίηση. Η «Γνώση της Φύσης» πριν, πιο ώριμη, η ελληνική σκέψη ασχοληθεί με την «Φύση της Γνώσης». Κι ο Λόγος, αφού έχει βρει την Φωνή του, τελικά στραφεί στον κενόδοξο θαυμασμό του Ήχου της.
Στον Όμηρο εξάλλου αρέσει η διαδοχή ανοικτών φωνηέντων, κυρίως του «ο» και «α» (τον βοηθούν εδώ οι πρωτόκλιτες γενικές) καθώς και τα ασυναίρετα, «στεύτο δε διψάων.. πιέειν δ’ ουκ είχεν ελέσθαι» (λ 584, τα ιωνικά ασυναίρετα, έρχεο (έρχου), Ποσειδάων (Ποσειδών) –Ποσειδάων γαιήοχος (α 68) ή, τυπικά, τα ασυναίρετα απαρέμφατα «ελάαν» (αττικό «ελάν»). Στο τραγούδι της Καλυψούς, ε 61 (ή της Κίρκης κ 221) όλα τα φωνήεντα συνηχούν για να δώσουν την τρυφερή γλυκύτητα του τραγουδιού «αοιδιάουσ’ οπί καλή». Με διαίρεση ανοίγει τους διφθόγγους για το ίδιο αποτέλεσμα της συνήχησης φωνηέντων, πάις, οξέι, οϊζυρός, ελέειν (-ελείν), έϊσσος (=ίσος). Υπέροχο το αυτοαναφορικό ευφωνικό (προσέξτε πόσα ευφωνικά «λ») «αιεί δε μαλακοίσι και αιμυλίοισι λόγοισι θέλγει» (γλυκαίνει με μαλακά και τρυφερά (στρογγυλεμένα) λόγια), α 56.
Αντίθετα, τα σκληρά, κακόηχα κατά τα άλλα λαρυγγικά αποδίδουν την σκληρότητα των χαλκών κράνων, «άκρη κακ’ κόρυθα; πλάγχθη δ’ από χαλκόφι χαλκός», ενώ τα πέντε χειλικά στο «κούφα ποσί προβιβάς και υπασπίδια προποδίζων» (Θ 158) αποδίδουν με την παρήχησή τους τον ηχηρό βηματισμό του οπλισμένου ήρωα. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι, και μεγάλως έχει από την αρχαιότητα θαυμαστεί, στο ι 71 της Οδυσσείας το άγριο ρίπισμα των πανιών στον άγριο αέρα που τελικά τα σκ-ίζ-ει: «τριχθά και τετραχθά διέσχισεν ίς ανέμοιο», δυό φορές και τρεις φορές, έσχισεν η ισχύς του ανέμου. Ακούστε ξανά και ξανά,τριχθά και τετραχθά, το πλατάγισμα των πανιών πριν το συριστικό «διέσχισεν ίς» του ανέμου τα ξεσκίσει παραστατικά στα αυτιά σας, με εκείνο το «διέ-σχισ- εν» να αποδίδεται άλλωστε ομόηχα και στο αγγλικό «hissing». Το τριβόμενο οδοντικό «δ» του εδάφους επαναλαμβάνεται στο «αύτις έπειτα πέδονδε κυλίνδετο λάας αναιδής» (ξαναπέφτει αμέσως στο έδαφος η ξεδιάντροπη πέτρα, στο μαρτύριο του Σισύφου, στη Νέκυια, λ 598).
Ο ανατριχιαστικός συριγμός των εκχεομένων σπλάχνων από τον ξεκοιλιασμένο ήρωα ακούγεται αποτρόπαια στο «χύντο χαμαί χολάδες», ενώ παρόμοια ανατριχιαστική είναι η περιγραφική παρονομασία του «βουβώνα βεβλήκει» («διαπέρασε την κοιλιά», στο Δ 492). Οι«Αχαιοί χαλκοχίτωνες» δείχνουν κι εδώ την αρέσκεια του Ομήρου να τριτώνει το ‘χ’, με συνήχηση του συμφώνου ενώ ο σιγματισμός αφρίζει την θάλασσα στην πιο όμορφη ίσως «ονοματοποιΐα» της ελληνικής γλώσσας, το «θάλασσα», «θάλασσα ηχήεσσα» που τόσο αρέσει να αφρίζουν οι μικροί μας μαθητές. Το δασύ «θ» φουσκώνοντας το κύμα που σπάει στο υγρό πλατάγισμα του «λ» πριν αναλυθεί σε παχύ αφρό με το διπλό «σ» ενώ το ανοικτό «α» απλώνει την απεραντωσύνη της θάλασσας. Η ίδια η θάλασσα δίνει με το πάφλασμα των κυμάτων της και το τρυφερό ψιθύρισμα του φλοίσβου και τις ονοματοποιΐες σε στίχους όπωςτο «κύματα παφλάζοντα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης» στο ν 798.
Ο Δίων ο Χρυσόστομος, επιδεικτικός ρήτωρ της Δευτέρας Σοφιστικής, στον Β’ Αιώνα μ.Χ. επαινούσε τον Όμηρο για την πρωτότυπη χρήση της «ονοματοποιΐας», «καναχάς τε και βόμβους και κτύπον και δούπον και άραβον πρώτος εξευρών και ονομάσας ποταμούς τε μορμύροντας και βέλη κλάζοντα και βοώντα κύματα και χαλεπαίνοντας αέμους και άλλα τοιαύτα δεινά και άτοπα, τω όντι θαύματα».
Ποίησις: Ήχος και Νόημα
Στον Όμηρο, το «σχολείον Ελλάδος» μαθήτευσαν με θαυμασμό την τεχνική του ευφωνικού στίχου οι Ελληνιστικοί «γραμματικοί» και «ρήτορες» για να φθάσουν μάλιστα μερικοί, οι «ευφωνικοί» καλούμενοι να ορίσουν ότι η ποίηση επιτυγχάνει το αισθητικό της αποτέλεσμα ως «ευφωνία», ανεξαρτήτως του περιεχομένου. Η καθαρή φωνητική θεωρία της ποίησης των «ευφωνικών» ήγειρε την αντίδραση των θιασωτών της «διδακτικής» ποίησης που έστρεψαν την χρηστική αξία της ως φιλοσοφικής αλήθειας και διδασκαλίας κατά της «γοητευτικής» μουσικής ή ευφωνικής λειτουργίας. Στο «Περί Ποιημάτων» του Φιλοδήμου, παρατίθενται (στο πέμπτο βιβλίο του έργου) σειρά από ευφωνικούς με λίγο πολύ παραπλήσιες ιδέες πρόκρισης της «φωνητικής – μουσικής» φόρμας έναντι του περιεχομένου της ποίησης («πάντα επί τον ήχον αναλυόμενα ευρίσκηται»). Ο Ηρακλειόδωρος, για παράδειγμα, πίστευε ότι «ίδιον» της ποίησης που την διακρίνει από τον πεζό λόγο είναι η «ευφωνία» και ότι αυτή εξαρτάται από την τάξι ή σειρά των λέξεων («συνήγησις») και τον ήχο που έτσι αποδίδεται.
Πιο ακραίος ευφωνικός ήταν ο Παυσίμαχος, που έκρινε την πλοκή του ποιήματος ως άσχετη προς την ποιότητα της καλής ποίησης, της οποίας ίδιον είναι η ευφωνία που παράγει η «συνήγηση». Ο Παυσίμαχος ωστόσο προχώρησε περαιτέρω, δίνοντας μια ανάλυση της ευφωνίας κατά τους ατομικούς ήχους και γράμματα, πρεσβεύοντας ότι η «συνήγηση» είναι πιο σημαντική από την «σύνθεση» κι οι καλοί ποιητές είναι καλύτεροι από τους κακούς απλά γιατί οι ήχοι τους είναι καλύτεροι. Το υγρό «λ» είναι γλυκύτερος ήχος, οπωσδήποτε πιο ευφωνικός από το «σκληρό» λαρυγγικό «κ» κι οποιαδήποτε προσπάθεια «μετάγησης», αλλαγής της σειράς των φθόγγων, δεν πρόκειται να σώσει, κάνοντας ευφωνικό, ένα ποίημα που έχει κακόφωνα γράμματα. Ούτε και το μέτρο κάνει εδώ διαφορά, βελτιώνοντας ένα κακόφωνο ποίημα.
Ο Κράτης, με τη σειρά του, υιοθετούσε την ευφωνική αρχή ότι το πιο βασικό κριτήριο για την αρετή ενός ποιήματος είναι ο ήχος, αλλά άφηνε θέση και για το περιεχόμενο. Το αυτί κρίνει τον ήχο αλλά και τους κανόνες της λογικής που εμπεριέχονται στον ήχο και φέρνουν μαζί τους το περιεχόμενο που κρίνουμε όχι ανεξάρτητα από τον ήχο ούτε όμως και σαν κυριότερον ίδιον της ποιήσεως.
Φιλόσοφος όσο και ποιητής ο Φιλόδημος είναι κριτικός ως προς τους ευφωνικούς που παραθέτει έχοντας στόχο να διασώσει το περιεχόμενο και την αξία του λόγου στην ποίηση. Αυτό κρίνεται από τις λογικές μας δυνάμεις και το αποτέλεσμα της ποιήσεως παράγεται από ένα συνδυασμό περιεχομένου και μορφής, λόγου και ήχου, και τα δυό τους αξεχώριστα έτσι «ίδια» της ποιήσεως. Παρόλα αυτά δεν φαίνεται να πιστεύει στην διδακτική ποίηση, κρίνοντας τον πεζό λόγο πιο πρόσφορο για τα επιχειρήματα της φιλοσοφίας.
Στον Λουκρήτιο και το De Rerum Natura έχουμε την πιο καθαρή Επικούρεια μορφή της διδακτικής φιλοσοφικής ποίησης όταν η ποίηση γίνεται θεραπαινίδα του φιλοσοφικού λόγου, συμπληρώνοντας τον κύκλο που φέρνει πίσω στην προσωκρατική φιλοσοφική ποίηση. Η «Γνώση της Φύσης» πριν, πιο ώριμη, η ελληνική σκέψη ασχοληθεί με την «Φύση της Γνώσης». Κι ο Λόγος, αφού έχει βρει την Φωνή του, τελικά στραφεί στον κενόδοξο θαυμασμό του Ήχου της.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Ένα ιστολόγιο προβληματισμού και διαλόγου...!!!