Γράφει ο Τίτος Χριστοδούλου:
Αν ο «ρεαλισμός» στην ιστορία της φιλοσοφίας δηλώνει το δόγμα τωνΣχολαστικών για την «πραγματικότητα των καθόλου», στην θεωρία των ΔιεθνώνΣχέσεων (συνοπτικά «IR Theory») υποδηλώνει την καθολικότητα του πραγματικού.«Πράγματι», η Σχολή του Ρεαλισμού, της απαισιόδοξης Πραγματοκρατίας και τουσυνοδού Πραγματισμού, στην Θεωρία των Διεθνών σχέσεων διατείνεται ότι είναι ηπιο ρεαλιστική αντίληψη για το πώς ο κόσμος «πραγματικά» λειτουργεί, ποιέςαρχές διέπουν καταλυτικά τις σχέσεις ανάμεσα στους «δράστες» (actors), τιςμονάδες που ενεργούν στον διεθνή στίβο.
Πρόκειται για μια πεισματικά αθεράπευτη απαισιόδοξη εικόνα για την εγγενώςσυγκρουσιακή φύση της διεθνούς πολιτικής, που εκφράζει άλλωστε την αδρήαντίληψη των απλών ανθρώπων ότι η μόνη αρχή που ορίζει τις επιλογές στον διεθνήστίβο είναι το «συμφέρον» και ότι το διεθνές περιβάλλον, διαχρονικά, διέπει το«δίκαιο του ισχυροτέρου».
Ο Ρεαλισμός έτσι, εμμένει στην καίρια διατύπωση τωνΑθηναίων, στον Θουκυδίδη, στον διάλογο με τους Μηλίους στο νησί των οποίωνείχαν χωρίς αφορμή εισβάλει για εκβιάσουν υποταγή των ή ωμά να τουςκαταστρέψουν, φράση που έμεινε παροιμιακή έκτοτε: «ο ισχυρός κάνει ό,τι θέλει,κι ο αδύναμος υποφέρει ό,τι του επιβάλλεται» (the strong do what they want, the weak suffer what they must).
Μάλιστα, η θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, σαν επιστήμη ή κλάδος του επιστητού,γεννήθηκε σαν αντίδραση στις ιδεαλιστικές πασιφιστικές ελπίδες που αναδύθηκανμέσα από τα ερείπια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σαν πολιτικό πρόγραμμα πουπροήγαγε τα όνειρα ιδεαλιστών οραματιστών όπως ο Πρόεδρος Ουϊλσον των ΗΠΑ, οιδιευθετήσεις συλλογικής ασφάλειας του οποίου θεσμοθετήθηκαν στην θνησιγενήΚοινωνία των Εθνών. Η ανέλιξη κι ωρίμανση της Επιστήμης των Διεθνών Σχέσεων τηνείδε να οδεύει χέρι με χέρι με τον Ρεαλισμό, η πρώτη διατύπωση του οποίου σανθεωρία ήλθε με το καίριο έργο του E.H. Carr, «Η Εικοσαετής Κρίση», ‘The TwentyYears Crisis, 1919-1939: An Introduction to the Study of InternationalRelations.’. Το βιβλίο του Carr εξαπέλυε μια καταιγιστική επίθεση ενάντια στονουτοπιανισμό των Ιδεαλιστών κι ερμηνεύθηκε να δίνει σκοτεινές προφητείες για τοαναπόφευκτο του επικείμενου Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η αναφορά στον Θουκυδίδη και τις δημηγορίεςτου Μηλιακού διαλόγου, υπογραμμίζει μια σταθερή προκείμενη στην θεωρία τουρεαλισμού. Την σταθερότητα, δηλαδή, τοαμετακίνητοτων απαισιόδοξων κι αμοραλιστικών αρχών συμπεριφοράς των παραγόντων ήδραστών της διεθνούς ζωής, που ο θεωρητικός των διεθνών σχέσεων καλείται νααναλύσει «όπως είναι» κι όχι «όπως θα έπρεπε» ή «θα θέλαμε» να είναι.
Κλασσικόςκαι Δομικός ρεαλισμός – νεο-ρεαλισμός
Ο Ρεαλισμός είναι μια γενική προσέγγιση στην διεθνή πολιτική, όχι μια ενιαίαθεωρία. Παρά τον διαφορισμό σε δύο βασικούς κλάδους, τον κλασσικό ρεαλισμό καιτον δομικό ρεαλισμό ή νεο-ρεαλισμό, όπως και σε άλλες περαιτέρω θεωρίες καιπαρακλάδια, οι πιο πολλοί ρεαλιστές μοιράζονται μερικές βασικές αρχές καιπίστεις για την φύση της διεθνούς πολιτικής που αντιπροσωπεύουν το χαρακτηρισμό«ρεαλισμός». Πρώτον, πρεσβεύουν ότι οι πιοσημαντικοί «δράστες» ή «παίκτες» στην διεθνή σκηνή είναι τα κράτη, κιόχι υποκρατικοί ή υπερκρατικοί παράγοντες ή θεσμοί, όπως άτομα ή υπερεθνικοίοργανισμοί, ή οι πολυεθνικές ή διακρατικές οργανώσεις και διεθνώς δρώντεςπαράγοντες της πολιτικής κοινωνίας.
Δεύτερον, ο ρεαλιστές, και ειδικά ο δομικός ρεαλισμός, ο οποίος και τηνκαθιστά οριστικό στοιχείο της θεωρίας του, θεωρούν την «αναρχία», την απουσία ενός διεθνούς ηγεμόνα, ως καθοριστικόστοιχείο της διεθνούς ζωής. Χωρίς μια κεντρική εξουσία για να επιβάλλει τιςσυμφωνίες, να εγγυάται την ασφάλεια ή να περιορίζει την συμπεριφορά των κρατών,τα κράτη είναι αναγκασμένα να βασίζονται στα δικά τους μέσα για ναπροστατεύσουν τα συμφέροντά τους. Τρίτον, η δύναμη είναι το κατ’ εξοχήνσυμφέρον ή επιδίωξη των κρατών. Οι ρεαλιστές διαφορίζονται ως προς το αν η επιδίωξη της δύναμης είναι αυτοσκοπόςή απλά το μέσο για να διασφαλίσουν τα κράτη την ασφάλεια κι επιβίωσήτους. Οι σκοποί της δύναμης ή επιβίωσης, κρίνουν οι ρεαλιστές, επιδιώκονται μετην υιοθέτηση ελλόγων πολιτικών (rational policies) που μπορούν να αναλυθούναντικειμενικά με όρους τηςλογικήςτων παιγνίων. Πέμπτον, για να προωθήσουν και διασφαλίσουν τιςεπιδιώξεις τους στην διεθνή σκηνή, τα κράτη πρέπει να βασιστούν στην προβολή της δύναμης και τωνδυνατοτήτων τους (project power) με την μορφή απειλών. Τέλος, πολλοί ρεαλιστέςκαι, ιδία, οι της τελευταίας κοπής δομικοί ρεαλιστές ή νεο-ρεαλιστές, πιστεύουνότι η δομή ή στοιχεία του διεθνούς περιβάλλοντος, κι ειδικά η κατανομή δυνατοτήτων(distribution of capabilities) ή δύναμης ανάμεσα στα κράτη συνιστούν τις πιοσημαντικές αιτίες και τις βασικές παραμέτρους στην διεθνή πολιτική και τηνδιαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. Mολονότι όλοι οι ρεαλιστές δίνουνπρωταρχική σημασία στα κράτη σαν δράστες στην διεθνή σκηνή, οιδομικοί ρεαλιστές δίνουν έμφαση σεδιεθνείς παράγοντες για τις εξελίξεις στην διεθνή πολιτική.
Ήδη θίξαμε τις σχολές του κλασικού ρεαλισμού και του δομικού ρεαλισμού, ήνεο-ρεαλισμού. Ο κλασσικός ρεαλισμός δίνει αποκλειστική έμφαση στην δύναμη σαντον πιο σημαντικό παράγοντα στην διεθνή πολιτική. Η αιτία όμως για τηνανταγωνιστική ή συγκρουσιακή επιδίωση μεγιστοποίησης της δύναμης έγκειται στην ανθρώπινη φύση. Για τον βασικό εισηγητή της θεωρίας, Hans Morgenthau, κινούμενο από τον πεσσιμισμό της θνησιγενούς δημοκρατίας της Βαϊμάρης από όπου προερχόταν, οι άνθρωποι είναι εγγενώς μοχθηροί, διψώντας για δύναμη και για κυριαρχία πάνω στους άλλους. Τα άτομα, και οι συλλογικοί θεσμοί που αυτοί δημιουργούν, λειτουργούν σύμφωνα μετους ουσιοκρατικούς καθορισμούς (κι έτσι ανιστορικούς και αμετάλλαγους) τηςανθρώπινης φύσης. Λογικά ενεργούντα κράτη ορίζουν τα συμφέροντά τους με όρουςδύναμης και μετρούν τις δυνατότητες επιβίωσής τους σε σύγκριση με την δύναμηάλλων δραστών στο διεθνές περιβάλλον. Επιδιώκουν λοιπόν να διασφαλίσουν τιςσυνθήκες ασφάλειας κι επιβίωσής τους δημιουργώντας ισορροπία δυνάμεων (balanceof power ή equilibrium), ενίοτε με συμμαχίες, που συχνά διασφαλίζoυν την ειρήνηή τουλάχιστον βοηθούν να δημιουργήσουν συνθήκες αλληλεξάρτησης ανάμεσα στιςμεγάλες δυνάμεις.
Δομικόςρεαλισμός ή νεο-ρεαλισμός
Οι δομικοί ρεαλιστές ή νεορεαλιστές, όπως ο εισηγητής της θεωρίας KennethWaltz, συμφωνούν ότι η αναρχίαχαρακτηρίζει το διεθνές σύστημα, όπου δεν υφίσταται μια υπερεθνικήεξουσία για να ρυθμίζει κανονιστικά την συμπεριφορά των ανεξαρτήτων κρατών πουτο συνιστούν. Το γεγονός αυτό διαμορφώνει την προς το ίδιον πάντα συμφέρονσυμπεριφορά των κρατών που είναι αναγκασμένα να προσπαθούν να αποκτήσουνδύναμη, δηλαδή, να μεγιστοποιήσουν δηλαδή δυνατότητες όπως η στρατιωτική ήοικονομική δύναμη, ή η δυνατότητα να ελέγχουν ή επηρεάζουν την συμπεριφοράάλλων δραστών στην διεθνή σκηνή όπως και το περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτοίενεργούν. Ο ασταμάτητος κι ανελέητος ανταγωνιστικός αγώνας για δύναμη συνιστάτο πρωτεύον χαρακτηριστικό του αμετάβλητου, αν-ιστορικού κι άχρονουπεριβάλλοντος της παγκόσμιας «άτακτης» τάξης του Ρεαλισμού.
Οι πόλεμοι κι οι συγκρούσεις είναι φυσικές εκδηλώσεις αυτού του συστήματος καθώς τα κράτη αγωνίζονται για δύναμη, έδαφος, και πρώτες ύλες, συχνά εις βάρος άλλων κρατών. Η συνεργασία ανάμεσα στα κράτη είναι πιο σπάνια και αναπόφευκτα ολιγόζωη, με την συχνή μεταβολή των παραμέτρων του εθνικού συμφέροντος. Ο πειρασμός να κυριαρχήσει ένα κράτος πάνω σε άλλα αυξάνει καθώς αυξάνει η δύναμη κι οι δυνατότητες που αυτή συνεπάγεται, να επηρεαστεί πιο καταλυτικά η συμπεριφορά των πιο αδυνάμων κρατών.
Την δύναμη οι κλασσικοί ρεαλιστές θεωρούν ότι τα κράτη επιζητούν και σαναυτοσκοπό και σαν μέσο για την επιβίωση. Αλλά σε αναφορά με την οποία οινεο-ρεαλιστές, όπως ο Waltz, διαφορίζονται από τον Morgenthau και την σχολήτου, «οικοδομώντας», όπως δηλώνει ο ίδιος ο Kenneth Waltz, «τον δομικό ρεαλισμόστην προκείμενη ότι η επιβίωση είναι το μόνο μέλημα και κίνητρο των κρατών καιη δύναμη είναι ένα από τα μέσα για να την διασφαλίσουν». (Waltz, 1997: Realismand International Politics, p. 913).
Η κύρια όμως διαφορά των νεορεαλιστών είναι η έμφαση που δίνουν όχι στηνφύση των ανθρώπων, όπως οι κλασσικοί ρεαλιστές, αλλά στην δομή του παγκόσμιουσυστήματος (system structure), που ορίζεται σαν η κατανομή δυνατοτήτων(distribution of capabilities) ανάμεσα στους δράστες στην παγκόσμια σκηνή, κιειδικά τους πρωταγωνιστές δράστες ή τις Μεγάλες Δυνάμεις, και που παίζεικαταλυτικό ρόλο στον καθορισμό του ενδεχομένου του πολέμου ή της ειρήνης. Γιατους δομικούς ρεαλιστές, όπως ο Waltz, ένα διπολικόσύστημα (bipolar) οργανωμένο με συμμαχίες γύρω από δύο ανταγωνιστικούςπόλους δύναμης, όπως στον Ψυχρό Πόλεμο, διασφαλίζει περισσότερο την ειρήνη, ενώένα πολυπολικό (multipolalr) σύστημα είναι πιο πιθανό να οδηγήσει σε πόλεμο.
Οι άχρονες αλήθειες του Ρεαλισμού
Πρωταρχική επιστημολογική κι οντολογική προκείμενη του Ρεαλισμού είναι ότιαποκαλύπτει την άχρονη αλήθεια του παγκόσμιου πολιτικού συστήματος και τωναρχών που διέπουν την διεθνή συμπεριφορά και που ένας ένας παίκτης στο διεθνέςσύστημα μόνο αυτοκαταστροφικά μπορεί να αγνοήσει.
Δεν θα μπούμε στις κριτικές που έχουν ασκηθεί κατά του ρεαλισμού και τηςαπαισιόδοξης και παραιτημένης εικόνας του ανθρώπου που αυτός υποβάλλει. Ή πουέχουν συμφέρον οι ταγοί του να θέλουν να τον υποβάλλουν ως άχρονη αλήθεια, κιέτσι να τον αναπαράγουν, νομιμοποιώντας την κυριαρχική συμπεριφορά τους.
Αυτή άλλωστε είναι και η πιο καίρια κριτική του ρεαλισμού, στην οποία συμφωνούν η κριτική σχολή, οι μεταδομιστές και μετανεωτερικοίστοχαστές, οι κονστρουξιονιστές, η «Αγγλική Σχολή» και οι Μαρξιστές. Παραμένει ωστόσο γεγονόςιστορικό ότι απόψεις του Ρεαλισμού φαίνονται να έχουν μια άχρονη ισχύ και μια συνάφεια εξηγητική με την εξέλιξη των διεθνών σχέσεων και της παγκόσμιας ιστορίας.
Είτε το παγκόσμιο σύστημα είναι αναρχικό, είτε ιεραρχούμενο, κι όποια κι αν είναι η φύση των μονάδων και παικτών του, η επιταγή της επιβίωσης κι η δυναμική της εθνικής ασφάλειας παραμένουν τα καίρια και κύρια προτάγματα στον ορισμό της διεθνούς πολιτικής και οικονομικής τάξης.
Βασικήβιβλιογραφία του Ρεαλισμού:
Waltz Kenneth, 1997. Realismand International Politics, Taylor & Francis
Θουκυδίδης. Iστορία Πελοποννησιακού Πολέμου.
Thomas Hobbes. 1975. Leviathan. Harmondsworth, UK:Penguin
Edward Hallett Carr. 1946.The Twenty- Years’ Crisis, 1919-1939: An Introduction to the Study ofInternational Relations. London:Macmillan;
Hans Morgenthau, 1967.Politics Among Nations: The Struggle for Power and Peace. New York: Knopf;
Kenneth N. Waltz. 1979.Theory of International Politics. New York: McGraw Hill;
John J. Mearsheimer. 2001.The Tragedy of Great Power Politics. New York:
Norton.
Αν ο «ρεαλισμός» στην ιστορία της φιλοσοφίας δηλώνει το δόγμα τωνΣχολαστικών για την «πραγματικότητα των καθόλου», στην θεωρία των ΔιεθνώνΣχέσεων (συνοπτικά «IR Theory») υποδηλώνει την καθολικότητα του πραγματικού.«Πράγματι», η Σχολή του Ρεαλισμού, της απαισιόδοξης Πραγματοκρατίας και τουσυνοδού Πραγματισμού, στην Θεωρία των Διεθνών σχέσεων διατείνεται ότι είναι ηπιο ρεαλιστική αντίληψη για το πώς ο κόσμος «πραγματικά» λειτουργεί, ποιέςαρχές διέπουν καταλυτικά τις σχέσεις ανάμεσα στους «δράστες» (actors), τιςμονάδες που ενεργούν στον διεθνή στίβο.
Πρόκειται για μια πεισματικά αθεράπευτη απαισιόδοξη εικόνα για την εγγενώςσυγκρουσιακή φύση της διεθνούς πολιτικής, που εκφράζει άλλωστε την αδρήαντίληψη των απλών ανθρώπων ότι η μόνη αρχή που ορίζει τις επιλογές στον διεθνήστίβο είναι το «συμφέρον» και ότι το διεθνές περιβάλλον, διαχρονικά, διέπει το«δίκαιο του ισχυροτέρου».
Ο Ρεαλισμός έτσι, εμμένει στην καίρια διατύπωση τωνΑθηναίων, στον Θουκυδίδη, στον διάλογο με τους Μηλίους στο νησί των οποίωνείχαν χωρίς αφορμή εισβάλει για εκβιάσουν υποταγή των ή ωμά να τουςκαταστρέψουν, φράση που έμεινε παροιμιακή έκτοτε: «ο ισχυρός κάνει ό,τι θέλει,κι ο αδύναμος υποφέρει ό,τι του επιβάλλεται» (the strong do what they want, the weak suffer what they must).
Μάλιστα, η θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, σαν επιστήμη ή κλάδος του επιστητού,γεννήθηκε σαν αντίδραση στις ιδεαλιστικές πασιφιστικές ελπίδες που αναδύθηκανμέσα από τα ερείπια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σαν πολιτικό πρόγραμμα πουπροήγαγε τα όνειρα ιδεαλιστών οραματιστών όπως ο Πρόεδρος Ουϊλσον των ΗΠΑ, οιδιευθετήσεις συλλογικής ασφάλειας του οποίου θεσμοθετήθηκαν στην θνησιγενήΚοινωνία των Εθνών. Η ανέλιξη κι ωρίμανση της Επιστήμης των Διεθνών Σχέσεων τηνείδε να οδεύει χέρι με χέρι με τον Ρεαλισμό, η πρώτη διατύπωση του οποίου σανθεωρία ήλθε με το καίριο έργο του E.H. Carr, «Η Εικοσαετής Κρίση», ‘The TwentyYears Crisis, 1919-1939: An Introduction to the Study of InternationalRelations.’. Το βιβλίο του Carr εξαπέλυε μια καταιγιστική επίθεση ενάντια στονουτοπιανισμό των Ιδεαλιστών κι ερμηνεύθηκε να δίνει σκοτεινές προφητείες για τοαναπόφευκτο του επικείμενου Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η αναφορά στον Θουκυδίδη και τις δημηγορίεςτου Μηλιακού διαλόγου, υπογραμμίζει μια σταθερή προκείμενη στην θεωρία τουρεαλισμού. Την σταθερότητα, δηλαδή, τοαμετακίνητοτων απαισιόδοξων κι αμοραλιστικών αρχών συμπεριφοράς των παραγόντων ήδραστών της διεθνούς ζωής, που ο θεωρητικός των διεθνών σχέσεων καλείται νααναλύσει «όπως είναι» κι όχι «όπως θα έπρεπε» ή «θα θέλαμε» να είναι.
Κλασσικόςκαι Δομικός ρεαλισμός – νεο-ρεαλισμός
Ο Ρεαλισμός είναι μια γενική προσέγγιση στην διεθνή πολιτική, όχι μια ενιαίαθεωρία. Παρά τον διαφορισμό σε δύο βασικούς κλάδους, τον κλασσικό ρεαλισμό καιτον δομικό ρεαλισμό ή νεο-ρεαλισμό, όπως και σε άλλες περαιτέρω θεωρίες καιπαρακλάδια, οι πιο πολλοί ρεαλιστές μοιράζονται μερικές βασικές αρχές καιπίστεις για την φύση της διεθνούς πολιτικής που αντιπροσωπεύουν το χαρακτηρισμό«ρεαλισμός». Πρώτον, πρεσβεύουν ότι οι πιοσημαντικοί «δράστες» ή «παίκτες» στην διεθνή σκηνή είναι τα κράτη, κιόχι υποκρατικοί ή υπερκρατικοί παράγοντες ή θεσμοί, όπως άτομα ή υπερεθνικοίοργανισμοί, ή οι πολυεθνικές ή διακρατικές οργανώσεις και διεθνώς δρώντεςπαράγοντες της πολιτικής κοινωνίας.
Δεύτερον, ο ρεαλιστές, και ειδικά ο δομικός ρεαλισμός, ο οποίος και τηνκαθιστά οριστικό στοιχείο της θεωρίας του, θεωρούν την «αναρχία», την απουσία ενός διεθνούς ηγεμόνα, ως καθοριστικόστοιχείο της διεθνούς ζωής. Χωρίς μια κεντρική εξουσία για να επιβάλλει τιςσυμφωνίες, να εγγυάται την ασφάλεια ή να περιορίζει την συμπεριφορά των κρατών,τα κράτη είναι αναγκασμένα να βασίζονται στα δικά τους μέσα για ναπροστατεύσουν τα συμφέροντά τους. Τρίτον, η δύναμη είναι το κατ’ εξοχήνσυμφέρον ή επιδίωξη των κρατών. Οι ρεαλιστές διαφορίζονται ως προς το αν η επιδίωξη της δύναμης είναι αυτοσκοπόςή απλά το μέσο για να διασφαλίσουν τα κράτη την ασφάλεια κι επιβίωσήτους. Οι σκοποί της δύναμης ή επιβίωσης, κρίνουν οι ρεαλιστές, επιδιώκονται μετην υιοθέτηση ελλόγων πολιτικών (rational policies) που μπορούν να αναλυθούναντικειμενικά με όρους τηςλογικήςτων παιγνίων. Πέμπτον, για να προωθήσουν και διασφαλίσουν τιςεπιδιώξεις τους στην διεθνή σκηνή, τα κράτη πρέπει να βασιστούν στην προβολή της δύναμης και τωνδυνατοτήτων τους (project power) με την μορφή απειλών. Τέλος, πολλοί ρεαλιστέςκαι, ιδία, οι της τελευταίας κοπής δομικοί ρεαλιστές ή νεο-ρεαλιστές, πιστεύουνότι η δομή ή στοιχεία του διεθνούς περιβάλλοντος, κι ειδικά η κατανομή δυνατοτήτων(distribution of capabilities) ή δύναμης ανάμεσα στα κράτη συνιστούν τις πιοσημαντικές αιτίες και τις βασικές παραμέτρους στην διεθνή πολιτική και τηνδιαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. Mολονότι όλοι οι ρεαλιστές δίνουνπρωταρχική σημασία στα κράτη σαν δράστες στην διεθνή σκηνή, οιδομικοί ρεαλιστές δίνουν έμφαση σεδιεθνείς παράγοντες για τις εξελίξεις στην διεθνή πολιτική.
Ήδη θίξαμε τις σχολές του κλασικού ρεαλισμού και του δομικού ρεαλισμού, ήνεο-ρεαλισμού. Ο κλασσικός ρεαλισμός δίνει αποκλειστική έμφαση στην δύναμη σαντον πιο σημαντικό παράγοντα στην διεθνή πολιτική. Η αιτία όμως για τηνανταγωνιστική ή συγκρουσιακή επιδίωση μεγιστοποίησης της δύναμης έγκειται στην ανθρώπινη φύση. Για τον βασικό εισηγητή της θεωρίας, Hans Morgenthau, κινούμενο από τον πεσσιμισμό της θνησιγενούς δημοκρατίας της Βαϊμάρης από όπου προερχόταν, οι άνθρωποι είναι εγγενώς μοχθηροί, διψώντας για δύναμη και για κυριαρχία πάνω στους άλλους. Τα άτομα, και οι συλλογικοί θεσμοί που αυτοί δημιουργούν, λειτουργούν σύμφωνα μετους ουσιοκρατικούς καθορισμούς (κι έτσι ανιστορικούς και αμετάλλαγους) τηςανθρώπινης φύσης. Λογικά ενεργούντα κράτη ορίζουν τα συμφέροντά τους με όρουςδύναμης και μετρούν τις δυνατότητες επιβίωσής τους σε σύγκριση με την δύναμηάλλων δραστών στο διεθνές περιβάλλον. Επιδιώκουν λοιπόν να διασφαλίσουν τιςσυνθήκες ασφάλειας κι επιβίωσής τους δημιουργώντας ισορροπία δυνάμεων (balanceof power ή equilibrium), ενίοτε με συμμαχίες, που συχνά διασφαλίζoυν την ειρήνηή τουλάχιστον βοηθούν να δημιουργήσουν συνθήκες αλληλεξάρτησης ανάμεσα στιςμεγάλες δυνάμεις.
Δομικόςρεαλισμός ή νεο-ρεαλισμός
Οι δομικοί ρεαλιστές ή νεορεαλιστές, όπως ο εισηγητής της θεωρίας KennethWaltz, συμφωνούν ότι η αναρχίαχαρακτηρίζει το διεθνές σύστημα, όπου δεν υφίσταται μια υπερεθνικήεξουσία για να ρυθμίζει κανονιστικά την συμπεριφορά των ανεξαρτήτων κρατών πουτο συνιστούν. Το γεγονός αυτό διαμορφώνει την προς το ίδιον πάντα συμφέρονσυμπεριφορά των κρατών που είναι αναγκασμένα να προσπαθούν να αποκτήσουνδύναμη, δηλαδή, να μεγιστοποιήσουν δηλαδή δυνατότητες όπως η στρατιωτική ήοικονομική δύναμη, ή η δυνατότητα να ελέγχουν ή επηρεάζουν την συμπεριφοράάλλων δραστών στην διεθνή σκηνή όπως και το περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτοίενεργούν. Ο ασταμάτητος κι ανελέητος ανταγωνιστικός αγώνας για δύναμη συνιστάτο πρωτεύον χαρακτηριστικό του αμετάβλητου, αν-ιστορικού κι άχρονουπεριβάλλοντος της παγκόσμιας «άτακτης» τάξης του Ρεαλισμού.
Οι πόλεμοι κι οι συγκρούσεις είναι φυσικές εκδηλώσεις αυτού του συστήματος καθώς τα κράτη αγωνίζονται για δύναμη, έδαφος, και πρώτες ύλες, συχνά εις βάρος άλλων κρατών. Η συνεργασία ανάμεσα στα κράτη είναι πιο σπάνια και αναπόφευκτα ολιγόζωη, με την συχνή μεταβολή των παραμέτρων του εθνικού συμφέροντος. Ο πειρασμός να κυριαρχήσει ένα κράτος πάνω σε άλλα αυξάνει καθώς αυξάνει η δύναμη κι οι δυνατότητες που αυτή συνεπάγεται, να επηρεαστεί πιο καταλυτικά η συμπεριφορά των πιο αδυνάμων κρατών.
Την δύναμη οι κλασσικοί ρεαλιστές θεωρούν ότι τα κράτη επιζητούν και σαναυτοσκοπό και σαν μέσο για την επιβίωση. Αλλά σε αναφορά με την οποία οινεο-ρεαλιστές, όπως ο Waltz, διαφορίζονται από τον Morgenthau και την σχολήτου, «οικοδομώντας», όπως δηλώνει ο ίδιος ο Kenneth Waltz, «τον δομικό ρεαλισμόστην προκείμενη ότι η επιβίωση είναι το μόνο μέλημα και κίνητρο των κρατών καιη δύναμη είναι ένα από τα μέσα για να την διασφαλίσουν». (Waltz, 1997: Realismand International Politics, p. 913).
Η κύρια όμως διαφορά των νεορεαλιστών είναι η έμφαση που δίνουν όχι στηνφύση των ανθρώπων, όπως οι κλασσικοί ρεαλιστές, αλλά στην δομή του παγκόσμιουσυστήματος (system structure), που ορίζεται σαν η κατανομή δυνατοτήτων(distribution of capabilities) ανάμεσα στους δράστες στην παγκόσμια σκηνή, κιειδικά τους πρωταγωνιστές δράστες ή τις Μεγάλες Δυνάμεις, και που παίζεικαταλυτικό ρόλο στον καθορισμό του ενδεχομένου του πολέμου ή της ειρήνης. Γιατους δομικούς ρεαλιστές, όπως ο Waltz, ένα διπολικόσύστημα (bipolar) οργανωμένο με συμμαχίες γύρω από δύο ανταγωνιστικούςπόλους δύναμης, όπως στον Ψυχρό Πόλεμο, διασφαλίζει περισσότερο την ειρήνη, ενώένα πολυπολικό (multipolalr) σύστημα είναι πιο πιθανό να οδηγήσει σε πόλεμο.
Οι άχρονες αλήθειες του Ρεαλισμού
Πρωταρχική επιστημολογική κι οντολογική προκείμενη του Ρεαλισμού είναι ότιαποκαλύπτει την άχρονη αλήθεια του παγκόσμιου πολιτικού συστήματος και τωναρχών που διέπουν την διεθνή συμπεριφορά και που ένας ένας παίκτης στο διεθνέςσύστημα μόνο αυτοκαταστροφικά μπορεί να αγνοήσει.
Δεν θα μπούμε στις κριτικές που έχουν ασκηθεί κατά του ρεαλισμού και τηςαπαισιόδοξης και παραιτημένης εικόνας του ανθρώπου που αυτός υποβάλλει. Ή πουέχουν συμφέρον οι ταγοί του να θέλουν να τον υποβάλλουν ως άχρονη αλήθεια, κιέτσι να τον αναπαράγουν, νομιμοποιώντας την κυριαρχική συμπεριφορά τους.
Αυτή άλλωστε είναι και η πιο καίρια κριτική του ρεαλισμού, στην οποία συμφωνούν η κριτική σχολή, οι μεταδομιστές και μετανεωτερικοίστοχαστές, οι κονστρουξιονιστές, η «Αγγλική Σχολή» και οι Μαρξιστές. Παραμένει ωστόσο γεγονόςιστορικό ότι απόψεις του Ρεαλισμού φαίνονται να έχουν μια άχρονη ισχύ και μια συνάφεια εξηγητική με την εξέλιξη των διεθνών σχέσεων και της παγκόσμιας ιστορίας.
Είτε το παγκόσμιο σύστημα είναι αναρχικό, είτε ιεραρχούμενο, κι όποια κι αν είναι η φύση των μονάδων και παικτών του, η επιταγή της επιβίωσης κι η δυναμική της εθνικής ασφάλειας παραμένουν τα καίρια και κύρια προτάγματα στον ορισμό της διεθνούς πολιτικής και οικονομικής τάξης.
Βασικήβιβλιογραφία του Ρεαλισμού:
Waltz Kenneth, 1997. Realismand International Politics, Taylor & Francis
Θουκυδίδης. Iστορία Πελοποννησιακού Πολέμου.
Thomas Hobbes. 1975. Leviathan. Harmondsworth, UK:Penguin
Edward Hallett Carr. 1946.The Twenty- Years’ Crisis, 1919-1939: An Introduction to the Study ofInternational Relations. London:Macmillan;
Hans Morgenthau, 1967.Politics Among Nations: The Struggle for Power and Peace. New York: Knopf;
Kenneth N. Waltz. 1979.Theory of International Politics. New York: McGraw Hill;
John J. Mearsheimer. 2001.The Tragedy of Great Power Politics. New York:
Norton.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Ένα ιστολόγιο προβληματισμού και διαλόγου...!!!