Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Η "ΚΑΘΙΣΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ" - Η ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΕΙΝΑΣ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥΔΩΝ, ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ. του Τίτου Χριστοδούλου

του Τίτου Χριστοδούλου

Η φωνή σπαρακτική, αυθόρμητη, ξέσπασμα ασυγκράτητο. Ο λόγος μεστός, καίριος, άμεσα πειστικός. Μια συσσωρευμένη ιστορία βίας και περιφρόνησης της αδυσώπητης αλήθειας των γεγονότων, βρίσκει τον πιο άμεσο έλεγχό της. Στα θύματα της σωπασμένης ιστορίας. Δεν μιλούν, εδώ, οι κρατούντες της πολιτικής, αλλά, ακράτητοι πια, οι ελάχιστοι πολίτες. Άμεσα, ανέρωτα, «αδια-μόρφωτα», τα πρόσωπα χωρίς τους εκπροσώπους. Το προσωπικό είναι πια το πολιτικό, κι η ιστορία συναντά τις προσωπικές ιστορίες αυτών που συνθλίβει το πέρασμά της. Λιώνουν, ματώνουν, αλλά έτσι γράφεται, στο οδόστρωμα, η ιστορία.

Η απήχηση ανάλογη και της εμβέλειας του μέσου, που επικύρωνε με το κύρος του, και την σοβαρότητα του μηνύματος («the medium is the message»). Ήταν το BBC1. Πραγματικοί δημοσιογράφοι, ευαίσθητοι δέκτες και καταγραφείς της «πραγματικότητας», είχαν νιώσει κι ανταποκριθεί στις δονήσεις του αυθεντικού, του άμεσου, του ακατέργαστου.

Το γεγονός, απρόοπτο, στο πιο αριστοκρατικό κέντρο του Λονδίνου, στο πιο πολυτελές περιβάλλον. Στην Belgrave Square. Έξω από την Τουρκική Πρεσβεία. Κι η φωνή ανήκε, ωστόσο, σε μια από τις πιο ευτελείς, καταφρονημένες, «πελλές» παρουσίες Κυπρίων στο Λονδίνο. Μια μηχανικού, από το Ίσλιγκτον, που κι εμείς, δεν θα αντιλέγαμε, είχαμε και προσωπικούς λόγους να πιστεύουμε ως αναντίστοιχη, ίσως και επικίνδυνη, προς την σοβαρότητα, οιουδήποτε ανθρώπου ή σκοπού. Μια ταπεινή, ακόμη και στα λόγια και τις πράξεις, ενίοτε, γυναίκα, που ένας σοβαρός άνθρωπος είχε κάθε λόγο, έστω διακριτικά και πολιτισμένα, να προσπεράσει.

Κι όμως, εκείνη κι οι όμοιές της, καταφρονημένες μηχανικούδες, τα ανθρώπινα «κάπεητζ», ρετάλια, που όλη η επίσημη παροικία με σπουδή προσπερνούσε, είχαν κάνει κάτι που μας είχεν όλους ξεπεράσει. Αιφνίδια, απροετοίμαστα, αυθόρμητα, αδιανόητα, ακόμη... Είχαν ξεκινήσει απεργία πείνας έξω από την Τουρκική Πρεσβεία. Με τον ελάχιστο σχεδιασμό, κανένα συντονισμό, οπωσδήποτε όχι από την «επίσημη» παροικία, τους επαγγελματίες του Κυπριακού, τους δικαιωματικούς «αγωνιστές» στις επίσημες οδούς των υψηλών – κι υψηλά εγκεκριμένων - προσόδων, είχαν αναμετρηθεί με την πηγή του κακού. Στην μονιά του θηρίου, έξω από τα κτίρια της σκοτεινής επιβουλής, στήθηκαν με θάρρος, πείτε το «θράσος» (έτσι το είπαν οι «επίσημοι») κι είχαν φωνάξει το «ΟΧΙ» τους.

Α, πήγαινε μακριά, εν τέλει, εκείνο το «ΟΧΙ». Αυτές που παγερά αγνοούσε, και μόνο στα άλλοθι του εμβληματικού, πια, «η μηχανικού έντζιαι καταλάβει», αναγνώριζεν η επίσημη παροικία, αυτή των επισήμων, των δικαιούχων κατόχων της, αυτές που όλοι κι όλα, κι η ζωή εν τέλει, είχαν προσπεράσει, είχαν είχαν κάνει κάτι που μας είχεν όλους ξεπεράσει. Κι όλοι το κατάλαβαν. Με τον δικό τους τρόπο, και την δική τους, ανακλαστική, κι αυθόρμητη, κι αυτή, αλλά και τόσον αποκαλυπτική, απάντηση.

Οι Τούρκοι, «τα αδέλφια μας» οι Τουρκοκύπριοι του Green Lanes, με αγροίκα ειρωνία. Έστειλαν, σαρκαστικά, στα κορίτσια, μια μεγάλη ανθοδέσμη. Γκιούλ καραογλάν, οι αλήτες των ρόδων. Α, η ειρωνία. Η αστραπή της κακίας, χωρίς το φως του λόγου.

Οι «πολλοί», «hoi polloi» της κοινότητας, σαν να περίμεναν αυτόν ακριβώς τον σπινθήρα για να ανάψουν. Ένας κινητήρας που, περισσότερο ξυπνώντας στο αίτημα του δίκηου, με το «έναυσμα» της κακίας του «άλλου», πήραν μπρος κι άναψαν με μια δική τους ασταμάτητη δυναμική.

Ο «αλλόκοτος» του ραδιοσταθμού της παροικίας, «ανώριμος» με τους «hoi polloi», έβγαλε σαν φωτοβολίδα στον αέρα τις «ευχαριστίες» μας για την τουρκική ανθοδέσμη. Ανάγωγος, για τους επίσημους, καλός αγωγός όμως για το αίσθημα των πολλών, που ανταποκρίθηκαν με το σκίρτημα της καρδιάς, την αυθόρμητη πλημμύρα κι αυτοί των ευχών τους στον αέρα, με τραγούδια της αισθαντικής αντίστασης.

Κι είδαμε να ξεσηκώνεται ολοβραδίς, εκείνη την νυχτιά έξω από «τα κτίρια της σκοτεινής επιβουλής» μια ακατανίκητη ανθοσυρμή, που κατέκλυσε την πλατεία, ανθοδέσμη στην ανθοδέσμη να σπάνε τα δεσμά της σιωπής, να ανατρέπουν κάθε διάθεση παρέμβασης των Βρετανών αστυνομικών έξω από την Πρεσβεία, μια θάλασσα ευαισθησίας να ανταριάζει γύρω από τον κρύο βράχο.

Το ραδιόφωνο, το LGR, είχε κι αυτό γίνει αληθινά «κοινοτικό», «ο δικός μας σταθμός». Τότε τουλάχιστον. Ξενυχτώντας, κι ο αλλόκοτος, δίπλα στις εκφωνήτριες, να συντονίζει τα «δεκάδες μηνύματα» (πώς το έλεγε, χρόνια η διαφήμιση του διαφημιστικού τμήματος), αφιερώσεις κι ευχές για κουράγιο και πείσμα, που κατέκλυζαν ολοβραδίς τα ραδιοκύματα μιας άλλης ανθοσυρμής της τολμηρής καρδιάς, η παροικία όλη να ξενυχτά δίπλα στις αγωνίστριες μηχανικούδες της, κήποι, ανθοπωλείο, να μαδάνε για να ανθίσει το αλωνάκι με τα μελισσόπουλα, τα τραγούδια αφιερώσεις να μεθούν την νύχτα, ναι, ήταν μια νύχτα αλλοπαρμένου αγώνα. «Ανώριμα» πράγματα.

Κι η επίσημη παροικία μας; Η «των τα φαιά φορούντων»; Με κρύα ειρωνία, πυροσβεστικά, ψύχοντας τις ερωτήσεις από την Κύπρο με κείνο το «εν πελλάρες, τούτα», που ακούστηκε από τα επίσημα, ηγετικά της παροικίας, χείλη. Έπρεπε, εκεί που είχε ανάψει το BBC, να σβήσουμε οι «ταγοί» το ΡΙΚ, να μην πάνε τα «λάθος μηνύματα», να μην «γίνει ζημιά στην υπόθεση». Ναι, ακούστηκαν όλα αυτά, τον ασπροσδόκητο στο ανώριμο αυτί μας λόγο μεταφέρουμε, καθώς έσπευσαν να μας το τραβήξουν οι ταγοί το αυτί του ατάκτου, «αρχηγού των ατάκτων», να προλάβουμε να συνέλθει κι ο ανώριμος, ο αλλόκοτος του σταθμού.

Διότι, οι αγώνες γίνονται από τα «οργανωμένα σύνολα», «καθοδηγούν» οι Πρόεδροι, των σωματείων χωρίς μέλη, οι «μονομελείς επιτροπές» (το ακούσαμε και πρόσφατα, στην Κύπρο τούτο), τα α-μελή μας προεδρεία. Σαν τα «μέλη», τα «βουγενή ανδρόπρωρα» του Εμπεδοκλή, πετάνε και κολλάνε για λίγο, παράταιρα και περιστασιακά, όταν και όσο τις χρειάζονται τα... ακατάστατα καταστατικά των παροικιακών σωματείων κι οργανώσεων.

ΤΟ ΘΥΜΑΣΑΙ, Σαββάκη Χρυσάνθου, εκείνο το δισέλιδο το άρθρο σου στην Παροικιακή (Χαραυγή), να καταγγέλλεις τα σωματεία που αποτελούνταν μονάχα από τον Πρόεδρο, για να υπάρξουν ως μέλη της Ομοσπονδίας, την «ομπρέλλα» παντός καιρού των ταγών της παροικίας; Εμμελώς κι επιμελώς χωρίς περιττά μέλη; Όπως κι η «Επιστήμη», του νυν Προέδρου της Ομοσπονδίας, το σωματείο άνευ «επιστήμης», ανευ «σώματος», μόνο με τον επικεφαλής για να μπορέσει, κάποτε, πρώτος πολίτης μας ή πωλητής μας, στο ρεσάλτο του ΑΚΕΛ στην Ομοσπονδία, να «προωθηθεί» με την εύνοια του «Ττοούλα», πώς τον έλεγες, σχετλιαστικά τότε, τον Μέγα αρχηγό σου; Ξέρουν, οι ταγοί την συνταγή.

Αλλά κι εσύ, Σαββάκη, νίπτεις τώρα τας χείρας σου από τον «Φράγκενστάιν», πως τον λες τώρα, που τον έφτιαξες, και μας τον κληροδότησες, έργο εσαεί κι εις μνημόσυνον αιώνιον των χειρών σου, ο «περί πατρίς» μεγα-πατριώτης, «νήμα εργόχειρο που πάει να διαλυθεί / στο αβέβαιο του υπερτάτου Αγώνα», θα τον... υμνούσε «συμβολικώς» κι ο ποιητής, ο Μαλλαρμέ.

                                                                    Εξ α-πείνης
Αλλά οι νύχτες της παροικίας, ανήκαν ακόμη στις «τραβιάτες» μας. Τις περιφρονημένες, τις παρασυρμένες, από την ίδια τους αποκοτιά, σε κείνη την νεροσυρμή που δοκίμαζε την ορμή της ενάντια στον αγέρωχο βράχο, στην πλατεία. Κι αντιστεκόταν, ακόμη, στις μυλόπετρες της επίσημης παροικίας, που προσπαθούσαν να συνθλίψουν στην παγερή αδιαφορία τους την «πελλάρα» των μηχανικούδων, τον κοριτσιών «της αποκοτιάς, με το σταυρουδάκι του ήλιου». Α, Μεγάλοι, «αποκοτιά» δεν σημαίνει «από κότες», σας έλεγεν, όσον κράτησε, ο ενθουσιασμός της παροικίας.

Κι όσα μετέφερε και της μυλωνούς ο... (ξέρετε ποιός). Νεροκουβαλούσε το «ψυχρόν ύδωρ» της επίσημης πυροσβεστικής η Λαίδη του ραδιοφώνου το πρωί, στην ρησέψιον του σταθμού, αποσβολώνοντας τους πάντες (και, αυτήκοους, εμάς) με κείνα τα ορμηνεμένα (αλλά άστοχα μεταφερόμενα) «εν πελλάρες τούτα», «αφού τες νύχτες τρώουσιν», «ίντα απεργία πείνας, περιπαίζουν μας, σιορ»! Πείσμα στο πείσμα του βύσματος εμείς, να καλούμε τον πατριώτη ιατρό της παροικίας, τον Ηπειρώτη Ηλία Τασσούλα, να εξετάσει τις μηχανικούδες, για να τον βγάζουμε στον αέρα το πρωί, να πληροφορεί τους ακροατές για τα φανερά σημάδια της απεργίας πείνας, «πέφτουν τα ρολόγια από τα αδυνατισμένα χέρια τους», «τόσα τα κιλά τους τώρα», «τόσος ο σφυγμός» των Ζαν ντ’ Άρκ της παροικίας, των φιλόδοξων Μπόμπυ Σαντς μας. Κι ο σταθμός να διχάζεται στον παράδοξο εμφύλιό του, άλλα να βγάζει ο «αέρας» για τις μηχανικούδες της πείνας, άλλα να σερβίρει, "επίγεια" η Λαίδη: τα αιμάτινα, κόντρα στα χωμάτινα.

Κι ο αλλόκοτος, της άλλης, δικής του αποκοτιάς αυτός (ο ανώριμος), να εννοεί ότι δεν θα διαρκέσουν αυτά, δεν θα διαρκέσει ο ίδιος άλλως τε, ποτέ δεν διαρκούν ταράττοντες το στερέωμα οι διάττοντες, κι έρχεται μετά την άνοιξη της Πράγας, ναι, έρχεται η δυσπραγία. Τα σκέφτεται αυτές τις μέρες, με την αφορμή τους στις μνήμες του γυρνώντας, καθώς μετρά καθε-βραδίς την ανθρωποσυρμή της αξιοπρέπειας, στον χωρίς προηγούμενο, αυθόρμητο ξεσηκωμό των χιλιάδων επί χιλιάδων Κυπρίων. Την μυρίων κάθοδο έξω από το κτίριο της ασύγγνωστης, της χωρίς συγγνώμη, Προεδρικής αναλγησίας, στο Προεδρικό. Σπινθήρας μιας άλλης έκκρηξης, πάνω στην έκκρηξη κι αυτή, σαν κείνη την ανάλγητη των Τουρκοκυπρίων την ειρωνική ανθοδέσμη, το διόλου αγγελικό το διάγγελμα του Προέδρου, ενοχλημένου σαν αστού που τον ξυπνούν από την σιέστα. Να... κατσαδιάζει σαν αναρχικούς, ή, περίπου, πραξικοπηματίες τους διαδηλωτές, αγνοώντας τον θρήνο των χιλιάδων, αδιαφορώντας για την ηθική, την ανθρώπινη απαίτηση κι ανάγκη, για μια επουλωτική συγγνώμη, που ποτέ δεν ήρθε. Και που δεν εξυπακούεται, πώς ανόητα σου ξέφυγε (κι αυτό) και το είπες Πρόεδρε, υπάρχει μονάχα αν με παρρησία και με θάρρος ανδρικό, ηθικό, με ανάστημα πραγματικά ηγετικό λεχθεί, προσφερθεί, ενδιαφερθεί.

Θα περάσουν ίσως κάποτε κι αυτά. Θα λιώσει τα συμβάντα, και πάλιν, η ιστορία, μια αμυχή ίσως στον βράχο αφήνοντας, η τις μνήμες, την σωστική, την σωτήρια πώς το έγραψεν ο Χιτών, την μνήμη: «ήμουν κι εγώ εκεί». Θα περάσουν, όπως πέρασεν η απεργία πείνας, όπως πέρασαν κι οι ίδιες οι μηχανικούδες, στην επαιτεία αποσυρμένες τώρα, οι πιο πολλές, της βρετανικής πολιτείας, ή στα ιδρύματα άλλοθι, για τους «αλλού», της παροικίας. Θα περάσουν κι αυτά, κι ίσως «βρεθούμε ξανά, όταν θα έχουν τα πάντα τελειώσει». Σε τούτες τις γραμμές, μιας αντάρτικης μνήμης, κι όσα κι ό,τι σώζει, το «ήμουν κι εγώ εκεί».

                                                     Πώς δεν «έκατσε» η «καθιστική πορεία»

Και θά ‘ρθουν, όπως έρχονται πάντα, κενόδοξα θριαμβευτές, οι τα φαιά φορούντες. Οι ηγέτες, οι κάθε λογής «πρόεδροι», γέμει τούτων το ελληνικόν. Με τα περισπούδαστα ηγετικά ύφη, και τα κενολόγα, προεδρικά κελύφη. Ανέλαβεν το προεδρείο της Ομοσπονδίας (όχι της Κυπριακής, αυτή οσονούπω έρχεται, σας την φέρνει ο Πρόεδρος), αλλά της παροικιακής των Κυπρίων του Λονδίνου ομοσπονδίας. Οργανωμένα τώρα τα σύνολα. Κάθε σωματείο της Ομοσπονδίας, έδοξεν τω βασιλεί, έπρεπε να στελεχώνει για ένα βράδυ, εκ περιτροπής, την καθιστική, έξω από την Τουρκική Πρεσβεία, διαμαρτυρία. Πιο χορτάτη αυτή, χωρίς πείνα τζιαι έτσι «πελλάρες». Νούσιμα, οργανωμένα πράγματα.

Είχαμε, γιώρκι μας, και το ραδιόφωνο. Τελείωνε κάθε δελτίον ειδήσεων, πριν το δελτίο καιρού, με την επωδό: «την καθιστική διαμαρτυρία, έξω από την τουρκική πρεσβεία, στελεχώνει ο Σύνδεσμος Κάτω Χούλου». Ή Μαραθόβουνου Ή Κοκκινοτριμιθιάς. Ή Αραδίππου. Μέρα έμπαινε, νύχτα έβγαινε. 70 οι Σύνδεσμοι της Ομοσπονδίας, είχε τις προοπτικές του το πράγμα.

Έλα όμως, που φθείρει η συνήθεια, βαρκέται κανείς, να γεμίζει, όπως οι Δαναΐδες, το τρύπιο με το άδειο. Κι άλλα βάνει ο νους του αδρώπου. Κι όχι μόνον εκείνο το τραγελαφικό, του Μεγάλου Πολιτιστικού του Σταθμού: «Την καθιστική... πορεία, στελεχώνει σήμερα...». Είδαν, γρήγορα, ότι «το μέσον είναι το μήνυμα», κι ότι ήταν πιο εύκολο το ραδιόφωνο να φτιάξει την πραγματικότητα, παρά η πραγματικότητα το ραδιόφωνο. Η διαθεση για κινητοποιήσεις, για να ικανοποιείται και το Προεδρείον (κάτσε ρε Πρόεδρε, εσού να τζιοιμάσαι τζιαι μεις να ξενυχτούμεν;), πήγε μακριά, και ξέμεινε στον δρόμο. Έστελναν λοιπόν με φαξ την ανακοίνωση, και δεν πάταγε κανείς.

Θύμωσαν οι ταγοί, χάλαγε η συνταγή. Έβαζεν παραινετικές ανακοινώσεις, το κυβερνείον των επισήμων. Εξεβίαζεν γκαιμπελικώς η εφημερίδα του αντι-προέδρου, προειδοποιώντας ότι, όπως η Στουρμ, στα καλά εθνικοσοσιαλιστικά χρόνια, θα επόμπευε πρωτοσέλιδα (κι αλίμονό τους από τον Γκαίμπελς, ή, προφανώς, τους «στουρμ-τρουπερς») όποιο σωματείο της παροικίας απετύγχανε να κάνει το «υπέρ πατρίς» καθήκον. Αποσβολωμένος, ο αλλόκοτος (και αδιόρθωτος, πάντα ανώριμος «Ελευθερόστομος»), να κρίνει, στην παροικιακή εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, ως, ακριβώς ως τέτοια, την γκαιμπελική μέθοδο του Αγέλαστου.

Η πονηρά, των φαιών, λύση μας αποκαλύφθηκε όταν μας πήρε αγανακτισμένος ένα πρωί, ο υπερπατριώτης σημαιοφόρος, ο «Αετός». «Ρε, φίλε, τι σαχλαμάρες λέτε κάθε πρωί στο ραδιόφωνο, κι ακούω και μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Ποιά σωματεία, μου τσαμπουνάτε εκεί ότι «στελεχώνουν». Μόνος μου είμαι, με πληρώνει ο Ομοσπονδία, να ξενυχτώ εδώ, μη και μας κλέψουν την μαρκίζα. Κι είμαι μόνος μου στο κρύο, και με λυπούνται οι Τούρκοι, και μου φέρνουνε καφέ»...

Άδοξο, ει και όχι παράδοξο. Έτσι τελειώνει ο κόσμος, όχι με ένα μπαγκ, αλλά με ένα λυγμό... Η διαμαρτυρία έξω από την τουρκική πρεσβεία τελείωσε, άδοξα, όπως είχε συνεχισθεί υπό τα... «οργανωμένα σύνολα», όταν κάποτε έκλεψαν όντως την μαρκίζα, η μητροπολιτική αστυνομία μας παρετήρησε ότι δεν θα φυλούσε μια άδεια μαρκίζα, να τα μαζεύουμε, ας καταλάβουμε κι εμείς, ό,τι κατάλαβαν κι αυτοί, ο νεκρός σκύλος δεν σήκωνε άλλες κλωτσιές, το θέατρο ας γίνεται πια κεκλεισμένων των θυρών...

Οι μωρές παρθένες της παροικίας, άλλως τε, ήταν εδώ και καιρό, έξω της θύρας. Έτσι τελειώνει ο κόσμος, όχι με ένα μπαγκ, αλλά με ένα λυγμό...

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Ένα ιστολόγιο προβληματισμού και διαλόγου...!!!

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...