Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

ΑΣΤΕΙΟΝ ΕΙΝΑΙ... του Τίτου Χριστοδούλου

Γράφει ο Τίτος Χριστοδούλου:

Αστείον είναι το παραγεμισμένο βραστό καλαμαράκι. Ή, με την… ίδια έννοια, αστείον είναι ο τρόπος του άστεως. Περισσότερο από «πολιτικό» το αστείο είναι «πολίτικο». Και πολιτισμένο.

Όσο το βραστό καλαμαράκι, που ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές του αποκαλεί «αστείον»: «Αστείον εστιν τευθίς ωνθυλευμένη» (Δειπνοσοφισταί, Ζ 293.41). Ένα κόσμιον πιάτο, για τους ειδήμονες, τους γευσιγνώστες, τους κοσμικούς. Τους ανθρώπους που ορίζουν τους κοινωνικούς κανόνες και γνωρίζουν να τους ακολουθούν με «gusto», τουλάχιστον δημόσια. Σφραγίζοντας κοινωνικά το «δόκιμο», ξέρουν να «δοκιμάζουν» τα νέα πιάτα όπως και την πρωτοτυπία του αστείου. 

Το ίδιο «αστεία» θα εύρισκαν το «δελφάκιον πνικτόν μετά κοκκυμήλων» (γουρουνόπουλο στην γάστρα με δαμάσκηνα), Δειπνοσοφιστές Θ, 383, 302, τον «ερυθρίνο οπτό μετά οξάλμης παρά ασπαράγγων» (λιθρίνι ψητό με ξύδι και σπαράγγια), Ζ ,315, 99 f, και τον αξεπέραστο «αμμαθημάδη μετά κρομμύων», το από μακρού πατροπαράδοτο στιφάδο μας. Δείχνοντας, εξ άλλου, βαθιές και κοινωνικά δόκιμες ρίζες στο «fish and chips» των Κυπριακών εν Βρετανία «φισάτικων», αστείος τιμάται και ο «γάδος ταγηνιστός μετά μυττωτού ερεβίνθων» (μπακαλιάρος τηγανητός με σκορδαλιά ρεβυθιών, δηλαδή το οικείο σας «χούμους»)… Ραφινάτες «δοκιμές εν φαντασία και λόγω», που θα ώριζεν κι ο Αλεξανδρινός μας.

Για ποιό λόγο λέει κανείς, ή, για να συνεχίσουμε στην γραμμή της έμπνευσης απο τον Αθήναιο, «σερβίρει» αστεία; Για να γελάσει ο ακροατής του, ή μάλλον, για να γελάσουν μαζί με το κοινό του. Σκοπός του αστείου το γέλιο, σαν ηχηρή εκδήλωση ευθυμίας. Τόσο σαν εκπομπή όσο και σαν επιτυχημένο αποτέλεσμα, το «αστείο» μοιράζεται με το γευσιγνωστικό παράδειγμα του Αθηναίου την γλώσσα και το στόμα σαν χώρους επιτέλεσης, ως «θέατρο». 

Είναι κυριώτατα ένα λεκτικό ενέργημα, κι ο γέλως η ηχηρή κοινοποίηση της επιδοκιμασίας του. Μπορεί τα αστεία να κοινοποιούνται και στα βιβλία (ελπίζουμε το ανά χείρας να βρει το δρόμο στα ράφια των ευπωλήτων), αλλά η ζωή τους είναι έξω από την σελίδα, στον λόγο και την κοινωνικότητά του. Eίναι, όπως θα έλεγαν οι σημερινοί πολιτικοί, «επικοινωνιακό». Όντες και σε τούτο αστείοι: Asinus et asinarius veritabilis (όνος και ονίσκος, αληθής).

Όταν διαβάζουμε λοιπόν αστεία σε ένα βιβλίο ή περιοδικό, υπό τίτλους σαν «εδώ γελάτε», ε, μην γελιόμαστε, δεν γελούμε «εδώ». Τα αποθηκεύουμε για να ειπωθούν σε μια κατάλληλη περίσταση, σε ένα κοινωνικό δηλαδή περιβάλλον. Υπάρχει κάτι επιτακτικό στην ανακοινωσιμότητα του αστείου. Μόλις διαβάσουμε ή ακούσουμε ένα «καλό» αστείο, θέλουμε αμέσως να το πούμε παρακάτω. Έχει υπολογισθεί ότι χρειάζεται μόλις ένα εικοσιτετράωρο για το αστείο, στην πακεταρισμένη μορφή του ανεκδότου, να κάνει τον γύρω όλης της Ελλάδας. Μου περνάτε το αλατοπίπερο παρακαλώ;

Γευσιγνωστική και η ποιοτική αποτίμηση ή αξιολόγηση του αστείου: τα καλά αστεία μπορεί να είναι αλμυρά ή πιπεράτα, τα κακά γλυκανάλατα ή άνοστα, το χιούμορ να περιγράφεται ως ξινό ή πικρό. Πάνω από όλα όμως, το αστείο αποτιμάται ως κοινωνικά δόκιμο ή άξεστο, με λεπτή αίσθηση ή χοντρό κι «αγροίκο». Με αναφορά σε σαφείς πολιτισμικές νόρμες του κοινωνικά ευάρμοστου κι επιτρεπτού, του «δοκίμου», το αστείον, ως νέο «πιάτο», πρωτίστως «δοκιμάζεται» ή «αξιολογείται» ως επιτυχημένο κι επιβραβεύεται άμεσα με την ανάλογη κοινωνικά θέσμια ή κόσμια (και συνεπώς επιτυχή και αυτή) συμπεριφορά του κοινού ή αποδέκτου ως γέλιο ή ευθυμία.

Μέτρο και δικαίωση των φιλοδοξιών του επιτυχούς αστείου το γέλιο, όσο του επιτυχούς πιάτου, αστείου και αυτού, το πλατάγισμα της γλώσσας. Ίσως εδώ και να απηχείται η σανσκριτική ρίζα του αστείου από το «hasya» που σημαίνει ευθυμία – αλλά αυτό είναι αδοκίμαστη σπέκουλα του γράφοντος (ο ιστορικός γλωσσολόγος καθ. Μπαμπινιώτης ή το λεξικό Σταματάκου ίσως να έρριχναν επί του προκειμένου περισσότερο φώς). Γλώττα λανθάνουσα, ίσως να μην είναι και τόσον αστεία.

Αλλά για να κλείσει η παράγραφος με το γευσιγνωστικόν έτυμον και της ευθυμίας: «θύμος», η ψυχή, ονομάζεται και το κάθε άλλο παρά κατευναστικό βοτάνι, τουλάχιστον σε ό,τι ενδιέφερε τους προγόνους, το «θυμάρι». Με ένα τσαγάκι, αφέψημα θυμαριού, οι αρχαίες Aθηναίες προετοίμαζαν τον άνδρα τους να έρχεται το βράδυ με περισσότερη... ψυχή. Noctae atticae. Νύκται αττικαί, νύκται εύθυμες. Vivenus, atque amemus. Et ridemus. Ας ζήσουμε κι ας αγαπήσουμε. Και να γελάσουμε. Μέχρι να έρθει εκείνη η μεγάλη νύχτα, παντοτινή να κοιμηθούμε, πώς το έλεγε ο Κάτουλος στην αγαπημένη Λεσβία του, «nox est perpetua una dormienda». Ευθύμως. Στα θυμαράκια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Ένα ιστολόγιο προβληματισμού και διαλόγου...!!!

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...